Ας πούμε ότι αυτός, απ’ όλα τα πολιτικά του αμαρτήματα, εκείνο που σηκώνει λιγότερο και εκείνο από το οποίο θέλει να εξαγνιστεί περισσότερο είναι η συγκατοίκηση με τους «Σαμαροβενιζέλους». Οχι η άρνησή του να γίνει πρωθυπουργός το 2012, ούτε εκείνη που ακολούθησε το 2015 για την προεδρία της Δημοκρατίας. Αλλά η φρικτή περίοδος που, ως τρίτος πόλος της κυβέρνησης, άκουγε τον Τσίπρα να τον συγκρίνει με τον Καρατζαφέρη και τους νεολαίους του ΣΥΡΙΖΑ να τον βρίζουν στον δρόμο με ομοιοκατάληκτα συνθήματα βγαλμένα από τα βάθη των πιο χουλιγκάνικων κερκίδων.
Ας πούμε και ότι, βουτηγμένος στις τύψεις του, είδε τον διορισμό του υπό τον Καμμένο σαν τον απόλυτο εξαγνισμό, σαν μια νέμεση που δεν μπορούσε να είναι τίποτε λιγότερο από την τέλεια, την ολοκληρωτική ταπείνωση. Αλλά ο ίδιος ο Τσίπρας; Τι τον έκανε να παραδώσει έναν βετεράνο της Αριστεράς στις διαταγές της εθνικιστικής Δεξιάς; Γιατί δεν προστάτευσε όχι τον τυφλωμένο Κουβέλη από την ανυποληψία αλλά ό,τι αυτός συμβολίζει ή τέλος πάντων συμβόλιζε για την Αριστερά; Γιατί υπέταξε αυτήν την Αριστερά, την όχι και τόσο μακρινή από τη δική του, σε ένα πολιτικό πρότυπο που βρίσκεται στον αντίποδα των δικών της προτύπων και των δικών της αξιών;
Αν η εξήγηση είναι ότι ήθελε να τιμωρήσει και ο ίδιος τον Κουβέλη, τότε το έκανε με το μίσος ενός εξίσου τυφλωμένου μονάρχη. Ενός μονάρχη που διασκεδάζει με εκείνους τους παλιούς συνοδοιπόρους του Κουβέλη που σήμερα αισθάνονται κι αυτοί ταπεινωμένοι. Αλλά που δεν αντιλαμβάνεται ότι, εκτός από το θύμα του, παραδόθηκε και ο ίδιος στη χλεύη όλων των υπολοίπων.