Λένε –κι έτσι είναι –πως μια κωμωδία πρέπει να έχει κάποιες δραματικές υπαινικτικές νύξεις ώστε να μην εκπίπτει στη μπαλαφάρα. Οπως και ότι ένα δράμα πρέπει να κουβαλά και υφέρποντα κωμικά στοιχεία για να μη γίνεται μελούρα. Ολα όμως είναι θέμα αναλογιών και λεπτών ισορροπιών. Που όταν διαταράσσονται και εξελίσσονται τραγικές ιστορίες σε συνθήκες κωμωδίας –ή το αντίστροφο –μπορεί, προς στιγμήν ο θεατής να γελάσει με αυτόν τον δραματουργικό μετεωρισμό, αλλά παραγωγοί, ηθοποιοί και σκηνοθέτης καλό θα είναι να σπεύσουν για αλλαγή έργου.
Ολα αυτά καλώς γίνονται στο θέατρο. Αλλά καλό είναι να μη γίνονται στην πολιτική. Οπου δυστυχώς γίνονται. Το ανησυχητικό και θλιβερό σήμερα στη χώρα είναι πως σε ένα σκηνικό κοινωνικής εξαθλίωσης εξελίσσεται παράλληλα και μια κωμωδία. Το ότι, ειδικά τον τελευταίο καιρό, τα έργα και οι ημέρες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ γίνονται αφορμή για τα λεγόμενα «πάρτι στα σόσιαλ μίντια», μπορεί να μας χαλαρώνει για λίγο, θα έπρεπε όμως να μας προβληματίζει το γεγονός ότι για την κυβέρνηση γλιστρούν όπως το νερό στο αδιάβροχο. Αχρηστεύοντας στην ουσία αυτό που, κακώς, θεωρούμε υπερόπλο κατά πάντων: το χιούμορ. Χρειάζονται «εργοστασιακές» ρυθμίσεις συνείδησης για να μη σε ενοχλεί το να γίνεσαι περίγελος. Να έχουν γίνει όσα έχουν γίνει τις τελευταίες μέρες και ο Πρωθυπουργός, στην Τρίπολη, να εξακολουθεί να βγάζει δεκάρικους για ηθικά πλεονεκτήματα και «υλικά οικοδομών». Να σε πιάνουν με τη γίδα στην πλάτη κι εσύ να λες: «Ελα καλέ, μια εσάρπα, μια πασμίνα είναι που έριξα στους ώμους».
Την τελευταία εβδομάδα, εκτός από τα ιντερμέδια «Ο Πάνος καλεί Φώτη» και «Βουλκανιζατέρ ο Παύλος ο Πολάκης», παίζεται ένα έργο του που το θέμα του το βρίσκουμε από τον Μολιέρο μέχρι τον Δαλιανίδη. Από τον «αρχοντοχωριάτη» Γιορδάνη μέχρι τους κομπάρσους στις σκηνές των δεξιώσεων των μιούζικαλ που παριστάνουν τους νεόπλουτους και κάνουν γιούργια στους μπουφέδες. Το ταμάχι της κυρίας Μπαζιάνα για την κατάκτηση της εξουσίας δεν αποσκοπεί μόνο στο να κάνουν τους θεσμούς μπεγλέρι, αλλά για την τζάμπα πρόσβαση στην πολυτέλεια που μεταμόρφωσε το τσιτάκι του ηθικού πλεονεκτήματος σε κασμίρι. Ή σε κρουστό μετάξι από αυτά που φοράει η ίδια συναγωνιζόμενη την υπουργό Εφη για το ποια θα διανύσει γρηγορότερα την απόσταση από τις κλαρωτές φούστες και τις φτηνές γκαμπαρντίνες στα φίνα μοντελα –δεν πά’ να είναι και της Μαρέβας.
Μωρέ τι είναι τούτοι; Από ποιο χασμουρητό της Μαντάμ Σουσού ξεπήδησε η βουλευτής Καρακώστα που τα εφτά χιλιάρικα τον μήνα δεν της φτάνουν; Με τι είδους σάλτο βρίσκεσαι από το «Κολιάτσου –Παγκράτι» στο πρωθυπουργικό αεροπλάνο για να κάνεις ιδεολογικές και οικογενειακές τσάρκες από Αβάνα μέχρι Παρίσι; Η ανόρθωση του ηθικού από τα πέδιλα του Μοναστηρακίου στις ψηλοτάκουνες γόβες δεν χτυπάει στο κότσι; Πώς λέγεται το να περνάς νύχτα στη Βουλή διατάξεις για παχυλές επιδοτήσεις ενοικίου; Το να μένει όλο το τσούρμο που κουβαλάει ένας κυβερνητικός στα ταξίδια του στο εξωτερικό σε πεντάστερα ξενοδοχεία στον αστικό πολιτισμό λέγεται λιγούρα, στον σοσιαλιστικό μήπως λέγεται ισότητα; Επειδή μαθαίνω ότι η μανία με την πολυτέλεια των σημερινών κυβερνώντων προκαλεί μειδιάματα ακόμη και στις Βρυξέλλες, ένα μόνο έχω να πω. Τη μνημειώδη ατάκα από την επιθεώρηση «Γιατί χαίρεται ο κόσμος» της Ελεύθερης Σκηνής: «Εσείς Λόλα μου τα μουράνο από πού τα μάθατε;».