Πριν από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, οι υπουργοί ορκίζονταν με επίσημο ένδυμα, σμόκιν –ενίοτε και φράκο –και ημίψηλο καπέλο. Το να μετέχεις στην κυβέρνηση αποτελούσε το αποκορύφωμα μιας πολιτικής σταδιοδρομίας. Σε καθιστούσε ήρωα στην ιδιαίτερη πατρίδα σου, «πανάξιον τέκνον» της. Ανάλογα με τα δημόσια έργα που εγκαινίαζες και τους συντοπίτες σου που ευεργετούσες –διορίζοντάς τους, τακτοποιώντας τους ποικιλοτρόπως –εξασφάλιζες δρόμο στη γενέτειρά σου. Ως και πλατεία στο όνομά σου, με άγαλμα, είχες δικαίωμα να προσδοκάς, ώστε να σου κουτσουλούν μετά θάνατον την κεφαλή τα περιστέρια. Παλιά οι υπουργοί –όπως και οι στρατηγοί και οι ανώτατοι δικαστές, βεβαίως και οι μητροπολίτες –άστραφταν στα μάτια των πολιτών. Ακόμα και αν ήταν πανθομολογουμένως τενεκέδες ξεγάνωτοι.
Στις μέρες μας, η καθημερινότητα ενός υπουργού όχι απλώς δεν είναι αξιοζήλευτη, αλλά και προκαλεί φρίκη στον οποιονδήποτε φυσιολογικό άνθρωπο.
Φαντάζεσαι να παλεύεις επί δεκαοκταώρου βάσεως με την αντίξοη πραγματικότητα; Να σου βάζουν τρικλοποδιές πότε οι καρεκλοκένταυροι του υπουργείου σου, πότε η αντιπολίτευση ή οι σύντροφοι στο κόμμα σου, πότε κάποιος επιχειρηματίας που δεν του έκανες το χατίρι, πότε η ίδια η ζωή με τη μορφή μιας ξαφνικής θεομηνίας, ενός –ο μη γένοιτο –δυστυχήματος με νεκρούς; Φαντάζεσαι να σε περιλαμβάνει κάθε τόσο ο Τύπος, κίτρινος ή μη; Να πρέπει να βγαίνεις σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις και να σκυλοκαβγαδίζεις με τους αντιπάλους σου, μπας και ανέβουν οι ακροαματικότητες; Να σε σχολιάζει ο πασαένας για τον οποιονδήποτε λόγο –επειδή παντρεύτηκες ή χώρισες, επειδή άφησες ή ξύρισες το μουστάκι σου; Κι αυτά τα σχόλια, τα άστοχα συχνά και κακόβουλα, να τα δέχεσαι όπως η ξερή γη τη βροχή, εφόσον δεν υπάρχει χειρότερη κατάρα για έναν πολιτικό από το να πέσει στην αφάνεια;
Είναι, θα μου πείτε, η υπουργική αποζημίωση, που το ύψος της φαντάζει αστρονομικό στον μέσο έλληνα πολίτη. Σκεφτείτε ωστόσο και αλλιώς. Κάποιος που υπουργεύει σε περίοπτο πόστο επί ικανό χρονικό διάστημα ώστε να εγγραφεί στην κοινή γνώμη, τι επιλογές έχει όταν αφυπηρετήσει; Μία και μόνη. Να παραμείνει στρατευμένος στην παράταξή του, με μια βουλευτική έδρα παραμάσχαλα στην καλύτερη περίπτωση, διεκδικώντας τη συμμετοχή του σε κάποια μελλοντική κυβέρνηση. Σε πολλές χώρες του εξωτερικού, οι διατελέσαντες υπουργοί είναι περιζήτητοι. Μεταδίδουν την εμπειρία τους με διαλέξεις και σεμινάρια, αξιοποιούνται στον ιδιωτικό τομέα. Εδώ αντιμετωπίζονται κατά κανόνα σαν στυμμένες λεμονόκουπες. Σκέψου να βρίσκεσαι σε ηλικία δράσης, στα πενήντα ή και στα εξήντα σου, και να σε βλέπουν όλοι σαν «πρώην»…
Τρεις λόγους –ούτε καν τέσσερις –βλέπω για να αναλάβεις στην Ελλάδα σήμερα, αλλά και πριν από δέκα χρόνια, χαρτοφυλάκιο. Να βάλεις, ούτως ειπείν, τον σβέρκο σου στον ντορβά.
Ο πρώτος, να είσαι εντελώς μωροφιλόδοξος, ψυχικά ελλειμματικός. Να σε μαγεύουν τα παρελκόμενα του αξιώματός σου. Να φουσκώνεις σαν διάνος όταν σου ανοίγουν τις πόρτες, όταν σε χαιρετάνε οι αστυνομικοί, όταν σε ζαχαρώνουν κάποιες θαυμάστριες, οι οποίες, προτού ν’ ανέλθεις, ούτε θα γύριζαν να σε κοιτάξουν.
Ο δεύτερος –και ιταμότερος -, να έχεις από την αρχή αποφασίσει ότι θα εκμεταλλευτείς με όποιον τρόπο μπορείς τη θητεία σου για να προσποριστείς υλικά οφέλη. Οτι θα στήσεις το προσωπικό σου μαγαζί μες στο υπουργείο, με τους δικούς σου ανθρώπους, με τον απολύτως έμπιστο ταμία σου, που θα εισπράττει για λογαριασμό σου τα «διόδια». Μακράν εμού η –κατά βάθος φασιστική –άποψη πως όλοι οι πολιτικοί τα πιάνουν. Ας μη γελιόμαστε ωστόσο. Ο Ακης Τσοχατζόπουλος δεν στάθηκε ακριβώς μοναδική περίπτωση…
Το τρίτο κίνητρο για να γίνεις υπουργός είναι να διαπνέεσαι από ανιδιοτελή πατριωτισμό, από ειλικρινές όραμα για την κοινωνία. Να έχεις προσέτι τέτοια αυτοπεποίθηση, που να πιστεύεις ότι υπηρετώντας σε μια δημόσια θέση θα αφήσεις το ίχνος σου. Θα αλλάξεις προς το καλύτερο λίγα έστω πράγματα. Να αποδέχεσαι δε και τον κίνδυνο ο διάδοχός σου να γκρεμίσει μόλις αναλάβει ό,τι εσύ έχτιζες καθ’ όλη τη θητεία σου.
Πέρασαν τέτοιοι άνθρωποι από την πολιτική ζωή μας; Ασφαλώς, και μάλιστα σχετικά πρόσφατα. Για να μνημονεύσω μόνο τους μακαρίτες, ρωτήστε οι νεότεροι για το πάθος του Γιώργου Γεννηματά με τη δημόσια υγεία. Για τις μεγάλες εμπνεύσεις του Αντώνη Τρίτση. Για την εργασιομανία και τη διάθεση για βαθιές τομές του Παναγή Παπαληγούρα…
Υπάρχουν σήμερα ανάλογοί τους, διατεθειμένοι να επωμιστούν την ευθύνη –αδιαφορώντας για το προσωπικό κόστος –μιας χρηστής και επωφελούς διοίκησης; Βεβαίως και υπάρχουν. Δεν στέρεψε εντελώς η πατρίδα μας. Ούτε διεφθάρη μέχρι το μεδούλι. Μόνο που αποτελούν είδος εν ανεπαρκεία. Οπως παντού, πάντοτε, τον τροχό της Ιστορίας σπρώχνουν μπροστά κάποιες ελάχιστες, φωτισμένες, μειοψηφίες.