Με λένε Τζίνα που βγαίνει από το Περσεφόνη και πονάει όλο μου το σώμα, πονάει, με σφάζει, με σκοτώνει. Το πρώτο κρακ στο οσφυοτέτοιο το άκουσα όταν έσκυψα να βγάλω τα άπλυτα της κόρης μου απ’ τη βαλίτσα. Γιατί εμένα αυτό είναι το επάγγελμά μου. Αλλοι είναι γιατροί, άλλοι πυρηνικοί φυσικοί, άλλοι ελαιοχρωματιστές. Εγώ ανοίγω βαλίτσες, βάζω πλυμένα και βγάζω άπλυτα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Γιατί εγώ τον θυμάμαι τον εαυτό μου εκείνος με ξέχασε, καλή του ώρα όπου κι αν είναι.
Βγάζω άπλυτα. Τα πλένω. Τα σιδερώνω. Βάζω τα πλυμένα. Φεύγουν. Γυρίζουν. Βγάζω άπλυτα. Τα πλένω. Τα σιδερώνω. Βάζω τα πλυμένα, η μέση μου, η μέση μου θα με πεθάνει, αν δεν την σκοτώσω πρώτα εγώ.
Σ’ αυτό το σπίτι, όλοι λείπουν. Ο άντρας μου είναι εμπορικός αντιπρόσωπος –επισήμως. Ανεπισήμως έχει γκόμενα στον Δομοκό. Φεύγει, έρχεται, βάζω πλυμένα, βγάζω άπλυτα. Ο γιος μου διορίστηκε στα Φιλιατρά, η κόρη μου σπουδάζει στα Γιάννενα, ο μπαμπάς μου ζει Αλεξανδρούπολη, η μάνα μου Καστοριά, γιατί σιχαίνεται τον μπαμπά. Πέντε βαλίτσες άπλυτα. Γιατί εγώ δε μετράω κεφάλια, μποξεράκια μετράω.
Ρώτα με ό,τι θες. Ρώτα για τα χρωματιστά, ευαίσθητα, βαμβακερά, μάλλινα, ρώτα με για θερμοκρασίες, μαλακτικά, απορρυπαντικά, υγρά, ταμπλέτες, λεκανάκια και μουλιάσματα –ρώτα ό,τι θες, όλες τις νικάω, όλες. Γεμάτες βαλίτσες, άδειο σπίτι. Αδειο, νέκρα, μούγγα, ούτε στο φαράγγι της Σαμαριάς δεν κάνει τόσο αντίλαλο η φωνή σου!
Δεν έχω με ποιον να μιλήσω και μιλάω με τα άπλυτα. Η καλύτερή μου φίλη είναι μια μπλούζα φλοράλ ωραιότατη. Σ’ αυτήν ανοίγω την καρδιά μου, σ’ αυτήν λέω τον πόνο μου. Προχτές πάλι είχα πιάσει ψιλή κουβέντα με ένα φανελάκι:
«Πού τον έκανες βρε εσύ τον λεκέ από αίμα;»
Οτι θα μου απαντήσει τώρα το φανελάκι «κόπηκα στο ξύρισμα»! Τρελά πράγματα από τρελή γυναίκα. Τι περιμένεις από άνθρωπο που τον βάφτισαν Περσεφόνη και τον φωνάζουνε Τζίνα; Ρώτησα μια φορά τη μάνα «πώς βγαίνει το Τζίνα απ’ το Περσεφόνη». «Περσεφόνη η γιαγιά σου, Τζίνα στην οικογένεια δεν έχουμε και το συνδύασα, κατάλαβες;» Κατάλαβα. Από μουρλή μάνα τι περίμενες; Μουρλή κόρη που μιλάει στα σώβρακα. Εδώ λέμε, ήρθε υδραυλικός, μ’ έπιασε επ’ αυτοφώρω αγκαλιά με το κομπινεζόν και με πέρασε για φετιχίστρια.
Μια ώρα τώρα κάθομαι και χαζεύω το γκρι το φανελάκι. Πώς βρέθηκε αυτοβούλως στη μέση του διαδρόμου; Πώς το ‘σκασε από το συρτάρι με τα εσώρουχα και διέσχισε το μισό σπίτι;
Θα μου πεις, αντέχεται και το συρτάρι; Εγώ που είμαι κλειστοφοβική και μόλις δω ασανσέρ το πάω 10 ορόφους ποδαράτο, το καταλαβαίνω απόλυτα. Αλλά ειδικά αυτό το γκρι το φανελάκι πάντα καταχωνιασμένο στις γωνίες. Δέκα φορές βόλτα φέρνω τον κάδο του πλυντηρίου για να το ξετρυπώσω. Δεν είναι κοινωνικό και πολύ με πικραίνει. Να παίξει λίγο με τα άλλα μποξεράκια της ηλικίας του, να ερωτευτεί και καμιά κιλοτίτσα. Πάντα μοναχικό, πάντα παραπεταμένο. Λες και το λένε Τζίνα που βγαίνει απ’ το Περσεφόνη.
Με λένε Πέγκυ που βγαίνει απ’ το Κυριακή. Το επάγγελμά μου είναι να βγάζω άπλυτα από βαλίτσες ανθρώπων που δεν βλέπω ποτέ. Εχει μια σταθερότητα αυτός ο κλάδος, μια σιγουριά. Πλημμύρες να γίνουν, σεισμοί, καταποντισμοί, πυρηνικά, εκλογές, λιτότητες, απεργίες, ανεργίες –το βρώμικο πάντα θα είναι βρώμικο. Πάντα θα θέλει πλύσιμο. Πάντα θα ξαναβρωμίζει. Με γαληνεύει αυτός ο αέναος κύκλος. Μοιάζει λίγο με το μαρτύριο του Σίσυφου, αλλά δεν βαριέσαι! Ολα μια συνήθεια είναι. Ακόμα και το οσφυοτέτοιο μου, ο πόνος ο οξύς μια συντροφιά κι αυτός.
Κάτι που μου θυμίζει πως είμαι ζωντανή.