I. Σύσσωμες οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ πρότειναν στη Βουλή τη συγκρότηση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, για την υπόθεση Novartis, σύμφωνα με το Σύνταγμα, τον Κανονισμό της Βουλής και τον νόμο περί «ποινικής ευθύνης Υπουργών».
Συγκεκριμένα, πρότειναν οι εν λόγω βουλευτές να συγκροτηθεί Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, για τις πράξεις της δωροληψίας και δωροδοκίας υπαλλήλων (άρθρ. 235 και 236 ΠΚ) και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (Ν. 3691/2008), προκειμένου να ερευνηθεί η αρμοδιότητα της Βουλής αν θα ασκήσει ή όχι σχετικές διώξεις.
Και μόνο από τη διατύπωση της πρότασης, προκύπτει ότι αυτό που ζητήθηκε από τη Βουλή είναι η έρευνα αν αυτή (η Βουλή) έχει αρμοδιότητα να ασκήσει ή όχι ποινική δίωξη και δεν ζητήθηκε η άσκηση ποινικής δίωξης.
Και αν ακόμα ρητά εζητείτο, με την πρόταση των βουλευτών, η άσκηση ποινικής δίωξης και πάλι η Βουλή δεν θα μπορούσε, στο στάδιο αυτό, να το πράξει. Αυτό θα μπορούσε, ενδεχομένως, να το αποφασίσει η Βουλή αν είχε προηγηθεί γνωμοδότηση του Τριμελούς Γνωμοδοτικού Συμβουλίου (αποτελούμενου από έναν αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο εισαγγελείς Εφετών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών), το οποίο μετά τον νομικό έλεγχο των στοιχείων της κατηγορίας και την αξιολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητας αυτών θα γνωμοδοτούσε αν συντρέχει περίπτωση για διερεύνηση ποινικής ευθύνης των ελεγχόμενων προσώπων (άρθρ. 5 του Ν. 3961/2011 και 154, 155 του Κανονισμού της Βουλής). Είναι δε απορίας άξιο γιατί δεν ζητήθηκε με την πρόταση και η γνωμοδότηση αυτή.
Οπως είχε η πρόταση, αυτό που μπορούσε και επέβαλε ο Κανονισμός της Βουλής να γίνει ήταν να διενεργηθεί προκαταρκτική (όχι προανακριτική όπως από παραδρομή αναφέρεται) εξέταση, για να ερευνηθεί αν τα στοιχεία που θα συνέλεγε η Επιτροπή θα ήταν ικανά να στηρίξουν (νομικά και ουσιαστικά) ενδεχόμενη ποινική δίωξη.

Μόνο μία κάλπη
Συνεπώς, η Βουλή έπρεπε να αποφασίσει να υπάρξει μόνο μία κάλπη και ένα ερώτημα: Αν συντρέχει λόγος να συσταθεί Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προς έρευνα της τέλεσης ή όχι των προαναφερθέντων αδικημάτων. Και αν, ύστερα από την έρευνα, τα στοιχεία ήταν τέτοια που να θεμελιώνουν την αντικειμενική υπόσταση των εν λόγω αδικημάτων, τότε θα έπρεπε να συγκληθεί εκ νέου η Ολομέλεια της Βουλής για να αποφανθεί επί του σχετικού αιτιολογημένου πορίσματος της Επιτροπής με σαφή πρόταση για την άσκηση ή όχι ποινικής δίωξης για όποιους από τους ελεγχόμενους προέκυπταν επιβαρυντικά στοιχεία. Σε αυτή την περίπτωση έπρεπε να υπάρξουν τόσες κάλπες όσοι και οι ελεγχόμενοι για τους οποίους θα προτεινόταν η άσκηση ποινικής δίωξης.
Βέβαια, οι σχετικές διατάξεις (άρθρ. 153 επ. του Κανονισμού της Βουλής) έχουν μία άτακτη δόμηση, με συνέπεια να δημιουργείται η εντύπωση ότι, με την πρόταση των βουλευτών, ζητείται ευθύς εξ αρχής και η ποινική δίωξη.
Από την προσεκτική, όμως, μελέτη τόσο του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος όσο και των πιο πάνω άρθρων του Κανονισμού της Βουλής, σαφώς προκύπτει ότι η όλη διαδικασία ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής διέρχεται από δύο διακριτά στάδια.
Το πρώτο αφορά τη σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προς έρευνα των τυχόν επιβαρυντικών πραγματικών περιστατικών και συγκέντρωση των αποδεικτικών μέσων που οδηγούν σε αυτά.
Το δεύτερο αφορά τη σαφή πρόταση της Επιτροπής προς τη Βουλή για την άσκηση ή όχι ποινικής δίωξης. Η πρόταση για την άσκηση της ποινικής δίωξης πρέπει να στηρίζεται στο αιτιολογημένο πόρισμα της Επιτροπής.
Τα ανωτέρω συνάγονται σαφώς από τα σχετικά άρθρα του Κανονισμού της Βουλής και συγκεκριμένα:
1. Από το άρθρο 156 παρ.1, σύμφωνα με το οποίο, «αν η Βουλή αποφασίσει προκαταρκτική εξέταση ορίζει τα μέλη της καθώς και την προθεσμία μέσα στην οποία οφείλει να υποβάλλει το πόρισμα της και το αποδεικτικό υλικό». Δηλαδή δεν έχουμε ακόμα άσκηση ποινικής δίωξης.
2. Από το άρθρο 156 παρ. 4 εδάφ. α’, σύμφωνα με το οποίο «η Επιτροπή έχει όλες τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πρωτοδικών όταν αυτός ενεργεί προκαταρκτική εξέταση». Είναι γνωστό ότι η προκαταρκτική εξέταση δεν σημαίνει και άσκηση ποινικής δίωξης.
3. Από το άρθρο 156 παρ. 5, κατά το οποίο, αν θα προταθεί, από την Επιτροπή, στη Βουλή η άσκηση ή όχι ποινικής δίωξης, πρέπει να αναφέρεται αιτιολογημένα στο πόρισμα που συντάσσει. Συνεπώς, μέχρι τότε δεν έχουμε ακόμα άσκηση ποινικής δίωξης.
4. Από το άρθρο 157 παρ. 1 και 2 εδάφ. α’, σύμφωνα με το οποίο, η συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής, για την άσκηση ή όχι ποινικής δίωξης, αρχίζει μετά την υποβολή του ανωτέρω πορίσματος στη Βουλή.
5. Από τον συνδυασμό των διατάξεων 155 παρ. 6 και 157 παρ. 2 εδάφ. β’ προκύπτει ότι οι ελεγχόμενοι παρίστανται στη Βουλή και αναπτύσσουν τις απόψεις τους δύο φορές. Την πρώτη πριν από τη συγκρότηση της Επιτροπής (άρθρ. 155 παρ. 6) και τη δεύτερη κατά τη συζήτηση για την άσκηση ή όχι ποινικής δίωξης (άρθρ. 157 παρ. 2 εδάφ. β’).
6. Επιχείρημα αντλείται και από το άρθρο 155 παρ. 5, σύμφωνα με το οποίο, αν είχε προηγηθεί γνωμοδότηση του προαναφερθέντος Τριμελούς Γνωμοδοτικού Συμβουλίου των εισαγγελέων, οι βουλευτές, που είχαν υποβάλει την πρόταση, μπορούν να την αποσύρουν, μετά την υποβολή της γνωμοδότησης στη Βουλή. Που σημαίνει ότι αυτό μπορεί να γίνει όταν η πρόταση αφορά τη συγκρότηση της Επιτροπής και όχι την ποινική δίωξη, για την άσκηση της οποίας αρμόδια είναι πλέον μόνο η Βουλή.

Η πλειοψηφία έσφαλε
Επομένως, η πλειοψηφία των βουλευτών που αποφάσισε στο στάδιο αυτό την ύπαρξη δέκα καλπών, όσοι, δηλαδή και οι ελεγχόμενοι, έσφαλε.
Εσφαλε, δε, περαιτέρω και το Προεδρείο της Βουλής που δεν έδωσε τον λόγο σε όσους τον ζητήσαμε για να αναφερθούμε επί της διαδικασίας, θέτοντας και παρεμπίπτον θέμα, όπως ήταν αυτό της παραβίασης των ως άνω συγκεκριμένων διατάξεων του Κανονισμού της Βουλής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 67 παρ. 2α αυτού.
Αλλά είπαμε, ο σκοπός των κυβερνώντων κομμάτων δεν ήταν η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, αλλά η στοχοποίηση των αντιπάλων τους.
II. Οι καταθέσεις των τριών μαρτύρων οι οποίοι εξετάσθηκαν από τους
εισαγγελείς Διαφθοράς ως «προστατευόμενοι μάρτυρες» στην υπόθεση Novartis είναι πολλαπλώς άκυρες, και αυτό διότι:
1ον: Επρεπε να χαρακτηρισθούν ως «μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος», σύμφωνα με το άρθρο 45Β του ΚΠΔ, όπως το άρθρο αυτό θεσπίσθηκε με τον Ν. 4254/2014. Οι μάρτυρες αυτοί αποτελούν μία ειδικότερη μορφή προστατευόμενων μαρτύρων, οι οποίοι, χωρίς να εμπλέκονται οι ίδιοι στην τέλεση εγκλημάτων διαφθοράς (δωροληψία ή δωροδοκία πολιτικών αξιωματούχων ή υπαλλήλων, βλ. άρθρα 159, 159Α και 235 έως 237Α του ΠΚ, αντίστοιχα), και χωρίς να αποβλέπουν σε ίδιον όφελος, συμβάλλουν ουσιωδώς στην αποκάλυψη αυτών με πληροφορίες που παρέχουν στις αρμόδιες Αρχές.
Για να λάβει κάποιο πρόσωπο την ιδιότητα του «μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος» πρέπει οι σχετικές διατάξεις των εισαγγελέων Διαφθοράς να εγκριθούν από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς και αυτό για να τύχει (φιλτραριστεί) η ενέργεια αυτή των εισαγγελέων Διαφθοράς μιας αυξημένης δικονομικής εγγύησης.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι σχετικές διατάξεις, με τις οποίες οι τρεις μάρτυρες που εξετάσθηκαν από τους εισαγγελείς Διαφθοράς ως «προστατευόμενοι μάρτυρες», δεν εγκρίθηκαν από τον εποπτεύοντα και συντονίζοντα το έργο των εισαγγελέων Διαφθοράς αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
2ον: Το καθεστώς προστασίας χορηγήθηκε στους πιο πάνω μάρτυρες (αν και χωρίς την έγκριση του αντεισαγγελέα του ΑΠ) όχι από την εισαγγελέα Διαφθοράς όπως απαιτεί ο νόμος (άρθρ. 2 παρ. 1 περίπτ. α’ και β’ του Ν. 4022/2011, όπως ισχύει μετά την αντικατ. με το άρθρ. 76 του Ν. 4139/2013), αλλά από κατώτερο εισαγγελέα, ήτοι εισαγγελέα Πρωτοδικών.
3ον: Οσον αφορά την εκ των υστέρων και έπειτα από έγκριση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου υπαγωγή των μαρτύρων στο καθεστώς προστασίας του άρθρου 45 Β του ΚΠΔ αυτή προφανώς δεν μπορεί να αφορά τα πολιτικά πρόσωπα, αφού για τα πρόσωπα αυτά είχε ήδη διαβιβασθεί η δικογραφία στη Βουλή και επομένως δεν υπήρχε δικαιοδοσία των εισαγγελέων. Εξάλλου, οι εισαγγελικές διατάξεις είναι δημόσιες διοικητικές πράξεις και δεν χωρεί έγκριση εκ των υστέρων.
4ον: Οι προαναφερθείσες διατάξεις του εισαγγελέα Πρωτοδικών, με τις οποίες οι τρεις μάρτυρες εξετάσθηκαν ως «προστατευόμενοι μάρτυρες», δεν είναι αιτιολογημένες, ειδικά και εμπεριστατωμένα, όπως απαιτεί το άρθρο 139 του ΚΠΔ.

Ακυρες καταθέσεις
Επομένως, οι καταθέσεις των τριών μαρτύρων οι οποίοι εξετάσθηκαν, ανεξαρτήτως του τρόπου και των συνθηκών που εξετάσθηκαν, από τους εισαγγελείς Διαφθοράς ως «προστατευόμενοι μάρτυρες», είναι άκυρες, η δε ακυρότητα αυτή είναι απόλυτη σύμφωνα με τις περίπτ. β’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 171 του ΚΠΔ.
Η δε Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης δεν δεσμεύεται από το γεγονός ότι οι πιο πάνω μάρτυρες εξετάσθηκαν από τους εισαγγελείς Διαφθοράς ως «προστατευόμενοι μάρτυρες» και μπορεί (επιβάλλεται) να ζητήσει να τους εξετάσει η ίδια και αυτή (η Επιτροπή) θα κρίνει αν πρέπει να τύχουν ή όχι προστασίας.