Μου είχε κάνει πάντα εντύπωση η πολεμοχαρής διάθεση των μη αξιόμαχων συμπολιτών μας. Ενα βράδυ στη Θεσσαλονίκη –ήμουν τότε υπουργός Εξωτερικών –σηκώθηκα από το παλιό Ντορέ (νυν Ζύθος) και πήγα να αγοράσω κάτι στο περίπτερο. Ο περιπτεράς ήταν ένας αρειμάνιος τύπος με μουστάκι, που αφού με κοίταξε καλά καλά, μου είπε με μεγάλη οικειότητα: «Ο Πάγκαλος είσαι εσύ ή του μοιάζεις;». Οταν ομολόγησα την ήττα μου, μου αποκάλυψε τη συμπάθεια και την εκτίμησή του παρά το γεγονός ότι διαφωνούσε ριζικά με την εξωτερική μας πολιτική. Τελείωσε το λογύδριό του λέγοντας: «Εγώ, ρε παιδί μου, θέλω να πάρουμε την Πόλη και να κάνουμε λειτουργία μες στην Αγια-Σοφιά».
Ο φίλος μου Μεχμέτ Αλή Μπιράντ έλεγε με χιούμορ ότι έπρεπε η ιθύνουσα τάξη της Τουρκίας να ομολογήσει ότι ήταν λάθος το 1453 η κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Να μας επιστρέψει την Πόλη και τον πληθυσμό της όλο, όχι δηλαδή μονάχα τους χριστιανούς. «Ετσι», μου έλεγε αυτός ο παλιός Κωνσταντινουπολίτης, «θα υπάρχει ένα βυζαντινό κράτος-μέλος της Ευρώπης, που θα το κατοικούν περίπου 20 εκατομμύρια Τούρκοι, ο σημερινός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης και μαζί με τον ελλαδικό χώρο 10 εκατομμύρια χριστιανοί πάσης φύσεως».
Ο Μεχμέτ Αλή Μπιράντ δεν ζει πια. Και είμαι σίγουρος ότι έτσι είναι καλύτερα. Από τους ελάχιστους Τούρκους που είχαν υιοθετήσει τον ευρωπαϊκό τρόπο του σκέπτεσθαι, θα υπέφερε φρικτά βλέποντας την παρακμή και την ισλαμική διαστροφή να κυριαρχούν στο μυαλό του Ερντογάν και των επιτελείων του. Ο λόγος που δεν χρησιμοποίησα τη λογική του Αλή Μπιράντ για να συνεχίσω τη συζήτηση με τον περιπτερά της Θεσσαλονίκης ήταν ότι δεν ήμουν πεπεισμένος για τη δυνατότητά του να κατανοήσει ένα ιστορικό παράδοξο. Οι 7.000 Βυζαντινοί, που υπερασπίστηκαν τη Βασιλεύουσα απέναντι στις αμέτρητες ορδές του Μωάμεθ του Κατακτητή, είχαν αυξηθεί γύρω στο ένα εκατομμύριο επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη σύγχρονη Τουρκία έχουν μειωθεί σε 2.500 υπερηλίκους, ενώ οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της πάλαι ποτέ Βασιλεύουσας αυξάνονται συνεχώς για να είναι σήμερα γύρω στα 20 εκατομμύρια. Του απάντησα λοιπόν ως εξής: «Με αδικείς, και εγώ ονειρεύομαι την Πόλη και όταν έβλεπα όνειρα, φανταζόμουν συχνά τον εαυτό μου να μπαίνω καβάλα σε ένα άσπρο άλογο με το σπαθί στο χέρι στην Αγια-Σοφιά και στα αφτιά μου να ηχούν βυζαντινά τροπάρια. Δυστυχώς δεν βλέπω πολλά όνειρα. Εχουν περάσει τα χρόνια. Αρα για να το κάνουμε αυτό που λες πρέπει να διπλασιάσουμε τους φόρους που πληρώνουμε και τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας». Ο συνομιλητής μου περιπτεράς, μου απάντησε αμέσως: «Για τη στρατιωτική θητεία συμφωνώ. Εγώ έκανα 24 μήνες και τα κωλόπαιδα τώρα κάνουν 16 μήνες. Αλλά για τους φόρους διαφωνώ. Ξέρεις αδερφάκι μου πόσους φόρους πληρώνω εγώ; Με έχουν ταράξει και θέλουν να μας βάλουν τώρα και αυτόματες ταμειακές μηχανές. Να φορολογείσαι δηλαδή για κάθε κίνηση του ταμείου σου». Ηταν φανερό ότι η πατριωτική πλειοδοσία μας είχε συναντήσει τα όριά της.
Από παλιά λοιπόν θαύμαζα την ικανότητα των Ελλήνων, ιδιαίτερα όσων δεν κινδύνευαν από τις άμεσες ή τις έμμεσες οικονομικές συνέπειες μιας έντασης, να πλειοδοτούν. Η λογική εδώ επιβάλλει, όπως το 1912, την αποδοχή θυσιών και την αναζήτηση συμμαχιών. Ο αντίπαλος γείτονας έχει τρομερές δυνατότητες και συνεχώς θα τις αυξάνει. Ζει σε έναν κόσμο όπου το κράτος δικαίου δεν κυριαρχεί και οι θυσίες σε ανθρώπινες ζωές δεν αποτιμώνται το ίδιο. Το 1912 η Ελλάδα άγγιξε σχεδόν τα φυσικά της σύνορα, γιατί πάλευε ενάντια σε έναν μόνο εχθρό, κάθε φορά, σε συμμαχία με όλες τις άλλες βαλκανικές χώρες και με την αποδοχή των σχεδίων μας από τις μεγάλες δυνάμεις. Σήμερα έχουμε ψυχρές σχέσεις με τους Αλβανούς, τους ακατονόμαστους των Σκοπίων και τους Βούλγαρους. Ο Ερντογάν αλωνίζει πανευτυχής αναπτύσσοντας το μουσουλμανικό τόξο. Καλό θα ήταν επίσης, βάσει των αρχών που διαπρύσια διακηρύττουν οι μεγάλες δυνάμεις ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ενωση να είναι στο πλευρό μας τουλάχιστον ιδεολογικά. Ετσι έχουμε κάποια ελπίδα. Οι παλιμπαιδικοί φανφαρονισμοί και οι επιδείξεις με στολή εκστρατείας είναι εξευτελιστικές για το στράτευμα και γελοιοποιούν την πολιτική ηγεσία της χώρας. Ας σταματήσουν αμέσως και αν χρειάζεται να αλλάξουν ηγεσίες φθαρμένες και ξοφλημένες, ας αλλάξουν. Ο πραγματικός πατριωτισμός μπορεί να είναι μόνο ρεαλιστικός. Τα εθνικά συμφέροντα είναι συγκεκριμένα.