Σ’ όλη σχεδόν τη Μεταπολίτευση, μας έλεγαν ότι οι Τούρκοι είναι και ήταν καλά παιδιά, ντερβίσηδες και καραμπουζουκλήδες, ότι εμείς φταίγαμε που εξεγερθήκαμε το ’21, κι ότι περνούσαμε μια χαρά στην Τουρκοκρατία, χαϊρλίδικα. Οτι εμείς οι Ελληνες φταίμε για όλα, ακόμα και για το ότι υπάρχουμε και αναπνέουμε. Πως στην Σμύρνη δεν έγινε παρά ένας απλός συνωστισμός με μπόλικο κολλητήρι, ότι Γενοκτονία των Ποντίων δεν υπήρξε ποτέ, ούτε των Αρμενίων. Πως έπρεπε όταν μπήκαμε στην Τριπολιτσά, μετά από αιώνες σφαγών των Ελλήνων, εξανδραποδισμών, γενιτσαρισμών και άπειρων εγκλημάτων και σκότους επί τέσσερις αιώνες, να τους μιλάμε στον πληθυντικό και να τους λέμε υποκλινέστατα μπουγιουρούμ εφέντη μ’. Οτι ο Κολοκοτρώνης ήταν αδερφή και πιθανώς ο Καραϊσκάκης να είχε στάχτες στο πέτο. Να μην μιλάμε περί μπούρκας γιατί η Μπουμπουλίνα σε κάποιον πίνακα ζωγραφικής φορούσε τσεμπέρι κι ότι στο Ζάλογγο οι γυναίκες σάλταραν κατά λάθος, σκοτώθηκαν κάνοντας ακραία σπορ, ή ότι έπεσαν στον γκρεμό απλώς λόγω του άθλιου νόμου της βαρύτητας.
Και είχαν κολλήσει με εμμονή στο ότι δεν υπήρξε κρυφό σχολειό, ούτε Αρκάδι, ούτε Κούγκι, και έπρεπε οι ημιδιανοούμενοι να προσαρμόζονται σε αυτό το μοτίβο μήπως και φανούν μη επαρκώς προοδευτικοί, να απολογούνται στη διάχυτη, λευκή, αριστερή τρομοκρατία συνέχεια και δουλοπρεπώς. Να αναμασούν διαρκώς ανθελληνικά κλισέ, αρνούμενοι την οποιαδήποτε μελέτη των πρωταρχικών πηγών –άσε, εκείνος ο καημένος ο Παλαιών Πατρών που αναδρομικά, ύστερα από εκατόν πενήντα χρόνια τράβηξε περισσότερα από όσα είχε τραβήξει επί Τουρκοκρατίας. Ακόμα λίγο και θα τον έμπλεκαν με τη Novartis και με κανένα τροχήλατο μανουάλι-πεσκέσι απ’ την εταιρεία.
Πολλοί ντρέπονταν να γράψουν (είπαμε: η απολογία στη λευκή τρομοκρατία) ότι έξι μεραρχίες ελλήνων φαντάρων και τσολιάδες πολιόρκησαν και απελευθέρωσαν τη Θεσσαλονίκη μετά τη νίκη τους επί των Τούρκων στη Μάχη των Γιαννιτσών –όχι: δεν γράφανε «απελευθέρωση». Ντρέπονταν, μην τους επικρίνουν. Γράφανε ψοφοδεώς «ενσωμάτωση». Δηλαδή δεν σκοτώθηκαν χιλιάδες ηρωικά Ελληνάκια στις μάχες, παρά οι Τούρκοι μάς χάρισαν τη Θεσσαλονίκη, έτσι, μπερεκέτ, από γενναιοδωρία, και εμείς την πήραμε και την κοτσάραμε, την βιδώσαμε, την ενσωματώσαμε απλώς κι αμαχητί. Λες και κάναμε ανταλλαγή προϊόντων. Σε τέτοιο σημείο είχαν φτάσει κι επιβάλει τη στρέβλωση σε κάποιους παντοτινά απολογούμενους χωρίς λόγο ώστε να ντρέπονται να πούνε το αυτονόητο και το δικαιωματικό: ότι η Θεσσαλονίκη, με βάση οποιονδήποτε νόμο του πολέμου, απελευθερώθηκε ύστερα από σφοδρές μάχες και πολιορκία. Ούτε καν αυτό τολμούσαν να γράψουν. Το θεωρούσαν «εθνικιστικό». Οπως και τη Μάχη του Μαραθώνα. Μήπως ο Ελύτης δεν είναι εθνικιστής που έγραψε: «Κι ένα φύλλωμα λέξεων θα σε ντύσει, ελληνικά να μοιάζεις αήττητη». Αυτό το «ελληνικά» τι το ‘θελε; Δεν είναι εθνικιστικό;
Και τώρα τι γίνεται με τους Τούρκους; Θα έλεγα ότι καλό είναι να μην γράφουμε ότι απειλούν τα νησιά του Αιγαίου, για να μην μας πούνε κι εμάς κάποιοι ότι είμαστε «νασιοναλιστές» και στάξει η ουρά του γαϊδάρου. Οχι, ο Ερντογάν είναι καλό παιδί, είναι το απαύγασμα της δημοκρατίας, δεν θέλει να καταλάβει τη Θράκη και τα Ιμια, δεν απειλεί με σύγκρουση τα γεωτρύπανα στην Κύπρο, δεν απειλεί την ΑΟΖ, δεν εισβάλλει στην Αφρίν και είναι Καφρίν όσοι τα λένε αυτά. Οσοι τα λένε αυτά είναι «υπερπατριώτες» –άλλος καινούργιος, ωραίος όρος στο οπλοστάσιο. Διότι υπάρχει μια δοσολογία του ορθού πατριωτισμού, δεν ξέρω πόσα κιλά και πόσα γραμμάρια ακριβώς που μόνο αυτοί την ξέρουν, αποκλειστικά. Εχουν την πλάστιγγα, τον ρωμαϊκό ζυγό ακριβείας ή κάποια μεζούρα και σε μετρούν αν ξεφεύγεις δώθε-κείθε κανένα μισό γραμμάριο ή πόντο πατριωτισμού, οπότε βγάζουν και τον ανάλογο χαρακτηρισμό. Το μέγεθος. Είσαι medium, large ή small πατριώτης;
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα πεις, φίλε. Βαρεθήκαμε. Αλλά το κακό είναι ότι η άθλια πραγματικότητα επιμένει: Τι δουλειά έχει λοιπόν ο Ερντογάν στο Καστελλόριζο; Εντάξει, είναι δημοκράτης, είναι ο ορισμός της δημοκρατίας, είναι τσαχπίνης και τσοκ γκιουζέλ, οι Τούρκοι είναι αδέρφια μας, όπως λέει ο κυρ Γιάννης, αρκαντάς, και θέλουν το Αιγαίο από αδερφική αγάπη. Μας αγαπούν όπως θα το έκανε μόνο η Χούλια Κότσγιγιτ. Ρωτήστε και τη Ρεπούση, που ξέρει καλύτερα. Ψάξτε τον Κορδάτο και τον Ψυρούκη –όλοι λένε πως εμείς φταίμε για όλα. Οτι εμείς δεν ανταποκρινόμαστε στην αγάπη τους. Και για τις παραβιάσεις των Τούρκων στο Αιγαίο, και για το σούβλισμα του Αθανασίου Διάκου φταίμε εμείς –άσε που μάλλον το σούβλισμα δεν έγινε ποτέ, αυτά είναι κατασκευές του αντιδραστικού Τύπου και της CIA.
Αυτό βέβαια θα το έλεγαν μέχρι πριν το 2015, διότι τώρα άλλαξαν οι καιροί και η CIA είναι αίφνης καλή, όπως είναι καλό και το FBI, του οποίου ζητούν τη συνδρομή. Τώρα το FBI είναι αξιοσέβαστο και ό,τι λέει είναι νόμος. Επαψε να είναι ιμπεριαλιστικό, αντιδραστικό, και ξαφνικά έγινε σαν την KGB που επί δεκαετίες ήταν καλή και σε έστελνε σε ουμανιστικά γκουλάγκ και στην ωραιοτάτη και γραφική Κολιμά. Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει το ωραίο Τσερνομπίλ, ήρθε τέλος ο Κιλ Μπιλ –ου γαρ οίδασι τι πηδούσι. Μιλάμε για κανονική παράνοια.
Εξάλλου, όπως λένε και οι κυβερνητικοί, τι δουλειά έχουμε εμείς με το Αιγαίο και με όλα αυτά; Πρόκειται για σύνορα της Ευρώπης, ας φροντίσει αυτή για την άμυνά της –της Ευρώπης που απεχθάνονται και κατά περίπτωση εγκαλούν. Διότι τα καλά του Γιώργη τα θέλουμε, τον Γιώργη δεν τόνε θέλουμε.
Εξάλλου, αν μας σφάξουν οι Τούρκοι, θ’ αγιάσουμε. Λίγο το ‘χεις;