Ο Αλεξ είναι γιος ενός εξόριστου ρώσου γκάνγκστερ του Ντμίτρι, η οικογένεια του οποίου διέφυγε στο Λονδίνο. Η μητέρα του Οξάνα βρίσκει καταφύγιο στην υπερκατανάλωση, η αδελφή του Κάτια στο ποτό και τα ναρκωτικά. Ζουν σε αυτά τα τεράστια διαμερίσματα του Κεντρικού Λονδίνου όπου συναντά κάποιος ρώσους ολιγάρχες. Κάποια στιγμή ο Αλεξ παίρνει μια λάθος απόφαση, που τον οδηγεί στον κόσμο του Σεμιόν Κλιμάν, ενός ρωσο-ισραηλινού πολιτικού και γκάνγκστερ που ασχολείται με διάφορα –πλαστές τσάντες μεγάλων οίκων στην Πράγα, λαθρεμπόριο ηρωίνης και πολλά άλλα. Με κάθε απόφασή του ο Αλεξ βουλιάζει όλο και πιο βαθιά στον κόσμο των ρώσων ολιγαρχών και του οργανωμένου εγκλήματος.
Είναι η περίληψη του σεναρίου της δημοφιλούς βρετανικής σειράς «McΜafia». Και θα ήταν απλώς υλικό για τις τηλεοπτικές στήλες, εάν πριν λίγες ημέρες, ο υπουργός Ασφαλείας της Βρετανίας Μπεν Γουάλας δεν σχολίαζε πως η σειρά «όχι μόνο βασίζεται στην πραγματική ζωή, αλλά η κατάσταση στην πραγματική ζωή είναι πολύ χειρότερη». Η δήλωση δεν έγινε επειδή ο υπουργός είναι fan της σειράς. Εγινε επειδή η κυβέρνηση του Λονδίνου αποφάσισε στις αρχές Φεβρουαρίου να αναγκάσει τους (πολλούς) ρώσους ολιγάρχες που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και θεωρούνται ύποπτοι για ανάμειξη με το οργανωμένο έγκλημα, να εξηγήσουν στις αρχές την προέλευση των κεφαλαίων στα οποία στηρίζουν τον πολυτελή τους τρόπο διαβίωσης.
Εδώ και δύο εβδομάδες τέθηκαν σε ισχύ οι Διατάξεις Αδικαιολόγητου Πλουτισμού, σύμφωνα με τις οποίες οι Αρχές μπορούν να κατάσχουν τα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτουν σε βρετανικό έδαφος πλούσιοι για τους οποίους υπάρχουν υπόνοιες ότι έχουν κέρδη από εγκλήματα. Οι διατάξεις περιλαμβάνονταν στο νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση της εγκληματικής χρηματοδότησης που εγκρίθηκε πέρσι, όμως μόλις τώρα άρχισαν να εφαρμόζονται. Αναγκάζουν πλούσιους πολίτες από άλλες χώρες να εξηγήσουν στις βρετανικές αρχές πως απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 50.000 στερλινών.
Τα νούμερα είναι εντυπωσιακά: Αξιωματούχοι υπολογίζουν ότι περίπου 90 δισεκατομμύρια στερλίνες, που προέρχονται από έκνομες δραστηριότητες, ξεπλένονται κάθε χρόνο στη Βρετανία!
Ο υπουργός Ασφαλείας παραδέχθηκε πως το πρόβλημα είναι παλιό, όμως η κυβέρνηση θέλησε να εκμεταλλευθεί την επιτυχία της τηλεοπτικής σειράς του BBC προκειμένου να τονίσει την απειλή και την διαφθορά που αποτελούν για τη χώρα αυτή – αλλά και για κάθε χώρα, όπως είπε – τα διεθνή εγκληματικά δίκτυα, ακόμα και εάν εμφανίζονται με την μορφή πλούσιων ρώσων ολιγαρχών. «Η κυβέρνηση θα ρίξει όλο το βάρος της στην υπόθεση αυτή», σημείωσε ο Μπεν Γουάλας, «για να εντοπίσουμε τους ξένους εγκληματίες αλλά και τους διεφθαρμένους πολιτικούς που χρησιμοποιούν την χώρα μας ως καταφύγιο». Και πρόσθεσε: «Θα σας βρούμε, θα σας πιάσουμε, θα κατασχέσουμε τα περιουσιακά σας στοιχεία και θα σας κάνουμε τη ζωή πολύ δύσκολη».
Η σειρά βασίζεται στο βιβλίο του δημοσιογράφου Μίσα Γκλένι που κυκλοφόρησε το 2008 με τίτλο «McMafia: Εγκλημα Χωρίς Σύνορα» (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πάπυρος. Ο Γκλένι ήταν επί χρόνια ανταποκριτής στην κεντρική Ευρώπη της «Guardian» και κατόπιν του BBC. Για την έρευνά του μίλησε με αστυνομικούς, γκάνγκστερ και θύματα του οργανωμένου εγκλήματος. Εκείνο που διαπίστωσε ήταν πως «οι σύγχρονοι εγκληματίες δεν είναι πια μόνο σκληροί γκάνγκστερ. Μπορεί να είναι τραπεζίτες, πολιτικοί, δικηγόροι. Οι γραμμές έχουν μπλεχτεί και τα όρια είναι πολύ πιο ρευστά». Αλλωστε το λέει και ο ήρωας της τηλεοπτικής σειράς: «Οι σύγχρονοι πόλεμοι συμμοριών διεξάγονται πλέον στις αίθουσες των διοικητικών συμβουλίων, όχι στους δρόμους».
Ο υπουργός Γουάλας δεν φαίνεται να διαφωνεί σε αυτό. Μάλιστα, επαυξάνει: «Η σειρά αποτελεί μια πολύ καλή απεικόνιση των καλοβαλμένων πλούσιων που, όμως, εάν ακολουθήσεις τα χρήματά τους θα βρεις πολύ διαφθορά. Κάτω από την γυαλιστερή επιφάνεια υπάρχει πολύ σκοτάδι. Το οργανωμένο έγκλημα πλέον έχει διεθνή φύση και μέχρι τώρα στις περισσότερες χώρες, υπάρχει ατιμωρησία. Θέλουμε αυτό να σταματήσει για την Βρετανία. Και προτρέπουμε και άλλες χώρες να προχωρήσουν σε παρόμοια μέτρα».
Σε εκτενή συνέντευξή του στην εφημερίδα «The Times» ο υπουργός Ασφαλείας ανέφερε πως μεταξύ εκείνων για τους οποίους θα γίνει έρευνα βάσει των Διατάξεων Αδικαιολόγητου Πλουτισμού, θα είναι «εμβληματικές» φυσιογνωμίες με διεθνή φήμη. «Οι διατάξεις αδικαιολόγητου πλουτισμού μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον των πάντων: από έναν μικρό έμπορο ναρκωτικών έως τον πιο γνωστό ολιγάρχη στον κόσμο», σημείωσε. «Εάν στη χώρα τους είναι βουλευτές και λαμβάνουν μικρό μισθό και ξαφνικά αποκτήσουν ένα όμορφο σπίτι στο Khnightsbridge που αξίζει εκατομμύρια στερλίνες χωρίς να μπορούν να αποδείξουν από που προήλθαν τα χρήματα για να το αγοράσουν, θα προχωρήσουμε στην κατάσχεση του ακινήτου, θα το εκποιήσουμε και με τα έσοδα θα χρηματοδοτήσουμε τις δυνάμεις ασφαλείας μας. Θα τους κυνηγήσουμε όλους».
Ο Γουάλας υπενθύμισε και την περίφημη υπόθεση Laundromat, στην οποία 21 εταιρίες-φαντάσματα είχαν χρησιμοποιηθεί για να ξεπλυθούν βρώμικα ρωσικά κεφάλαια μέσω τραπεζών στη Δύση –σαν παράδειγμα αυτού που απερίφραστα περιέγραψε ως δεσμούς μεταξύ του ρωσικού κράτους και του οργανωμένου εγκλήματος. «Εκείνο που μάθαμε από την υπόθεση Laundromat», πρόσθεσε, «είναι ότι υπάρχουν δεσμοί με το ρωσικό κράτος, πέραν πάσης αμφιβολίας. Η άποψη της κυβέρνησής μας είναι ότι γνωρίζουμε τα όσα κάνουν και τους τρόπους με τους οποίους τα κάνουν και δεν θα αφήσουμε πλέον να συμβαίνουν όλα αυτά στη χώρα μας».
Η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης Μέι και μάλιστα εν μέσω των δύσκολων διαπραγματεύσεων για το Brexit στη διαλεύκανση του σκοτεινού κόσμου στον οποίο εμπλέκονται πολλοί ρώσοι ολιγάρχες φαίνεται ότι κινητοποίησε έναν ολόκληρο μηχανισμό. Σύμφωνα με πληροφορίες στον βρετανικό Τύπο, περισσότεροι από δέκα ρώσοι δισεκατομμυριούχοι που ζουν στο Λονδίνο παρακάλεσαν τον Πούτιν να τους επιτρέψει να επιστρέψουν στην πατρίδα τους χωρίς να συλληφθούν. Μάλιστα ο στενός σύμβουλος του ρώσου προέδρου Μπόρις Τιτόφ ανέφερε πως «ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει ήδη στα χέρια του την λίστα με τα ονόματα όσων αιτούνται ασφαλή επαναπατρισμό». Ο Τιτόφ ταξίδεψε στο Λονδίνο στις αρχές του μήνα, όπου συναντήθηκε με 40 Ρώσους επιχειρηματίες, μεταξύ των οποίων ο Γιεβγκένι Τσιτσβάρκιν και ο Γκεόργκι Τρεφίλοφ.
Ο Τσισβάρκιν είναι ιδρυτής μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες κινητών τηλεφώνων, της Yevroset, χάρη στην οποία έγινε ο πλουσιότερος Ρώσος κάτω των 35 ετών. Ηταν μέλος του Κόμματος Ορθού Σκοπού αλλά διέφυγε στη Βρετανία όταν προχώρησε σε προσωπικές επιθέσεις εναντίον του προέδρου Πούτιν. Ο Τρεφίλοφ θεωρείται ένας από τους 100 πιο πλούσιους Ρώσους και διαμένει στο Λονδίνο από τότε που κατηγορήθηκε στη Ρωσία για απάτη –ότι δηλαδή έκλεψε κεφάλαια από διάφορες εταιρείες. Το Κρεμλίνο τον κατηγορεί επίσης για απαγωγή και εκβιασμούς, όμως ο ίδιος λέει πως το κίνητρο είναι πολιτικό.
Πολλοί από αυτούς με τους οποίους συναντήθηκε ο σύμβουλος του Πούτιν, δεν έχουν καμία πραγματική διάθεση να επιστρέψουν στη Ρωσία, όμως έχουν θορυβηθεί ιδιαίτερα από τις Διατάξεις Αδικαιολόγητου Πλουτισμού και έσπευσαν να φύγουν από το Λονδίνο, χωρίς όμως να μπορούν να επιστρέψουν και πίσω στη χώρα τους. Οι περισσότεροι την εγκατέλειψαν θέλοντας να αποφύγουν την εκεί εμπλοκή με ζητήματα στενού εναγκαλισμού της εξουσίας με το οργανωμένο έγκλημα –είτε διότι συμμετείχαν και αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο, είτε γιατί διαφώνησαν σε άλλα θέματα. Κάποιοι λένε πως πολλά προβλήματα προέκυψαν όταν, για κάποιους λόγους, τσακώθηκαν στη μοιρασιά.
Ο Τιτόφ, ένας από τους πιο έμπειρους διπλωμάτες του Κρεμλίνου, δήλωσε στο πρακτορείο ΤASS: «Κάποιοι ζουν εκτός Ρωσίας εδώ και 20 χρόνια. Ισως δεν υπάρχουν επίσημες κατηγορίες εις βάρος τους, μπορεί ακόμα και η Ιντερπόλ να μην τους κυνηγά, όμως την υπόθεσή τους δεν την έχουμε ξεχάσει στη Μόσχα». Παρ’ όλα αυτά δεν είναι λίγοι οι ολιγάρχες που φαίνεται να προτιμούν πλέον να επιστρέψουν στη χώρα τους και να τα βρουν με το Κρεμλίνο, παρά να παραμείνουν στη Βρετανία όπου ίσως έχουν λιγότερα περιθώρια διαπραγματεύσεων.
Η Μόσχα φαίνεται να εκμεταλλεύεται την κατάσταση. Εν μέσω της οικονομικής κρίσης, έκανε μια πρόταση στους μεγιστάνες της που αντιμετωπίζουν προβλήματα: τους στηρίζει με εξτρά χρηματοδότηση. Για παράδειγμα, ο Ολεγκ Ντεριπάσκα, ο πρώην πιο πλούσιος άνθρωπος της Ρωσίας, έλαβε 4,5 δισ. δολάρια από την κυβέρνηση, ενώ τραπεζίτες, μεγιστάνες των ΜΜΕ και βιομήχανοι πήραν επίσης μεγάλα κεφάλαια. Οχι όμως, χωρίς αντάλλαγμα. Δέχθηκαν να παραχωρήσουν μεγάλα πακέτα μετοχών των εταιρειών τους σε μάνατζερ που είχε διορίσει η κυβέρνηση. Συχνά αυτό σήμανε ότι πια δεν έχουν τον έλεγχο. Ή ότι συνεχίζουν να λειτουργούν έξω από τη χώρα ως βιτρίνα μεγάλων επιχειρήσεων που ουσιαστικά ανήκουν στο Κρεμλίνο. Θεωρείται βέβαιο, πως οι όροι για να επιτραπεί σε ολιγάρχες που ζουν στη Βρετανία να επιστρέψουν στη Ρωσία θα είναι ακόμα πιο σκληροί.
Το καλοκαίρι του 2014, όταν το Λονδίνο είχε απειλήσει με σκληρές κυρώσεις τη Ρωσία για την κατάρριψη του αεροσκάφους των Μαλαισιανών Αερογραμμών στην Ουκρανία, που είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 298 άτομα, οι ρώσοι ολιγάρχες που ζούσαν στη Βρετανία είχαν αρχίσει να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους. Αυτή η τάση συνεχίστηκε και τα χρόνια που ακολούθησαν. Πολλά κεφάλαια μεταφέρθηκαν σε άλλες χώρες της ΕΕ όπου ζουν ρώσοι ολιγάρχες.
Μπορεί το παράδειγμα της Βρετανίας να το ακολουθήσουν και άλλες χώρες; Οι Βρετανοί τις παροτρύνουν. Σκέψεις υπάρχουν εδώ και καιρό τόσο στις Βρυξέλλες για μια συντονισμένη κίνηση όσο και μεμονωμένα σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ολοι παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον την πορεία της βρετανικής πρωτοβουλίας. Οι αισιόδοξοι μέσα στην κυβέρνηση της Τερίζα Μέι εύχονται τα νέα μέτρα να γνωρίσουν τόσο μεγάλη επιτυχία όσο και τα επεισόδια της «McMafia».