«Πηγαίνω στο θέατρο για να δω τον εαυτό μου πάνω στη σκηνή, τέτοιον που δεν θα μπορέσω –ή δεν θα τολμήσω να τον δω ή να τον ονειρευτώ, και που ωστόσο ξέρω πως έτσι είναι»: αυτό είναι το σκεπτικό του γάλλου συγγραφέα Ζαν Ζενέ (Jean Genet, 1910-1986) για το «Πώς παίζονται οι Δούλες», που διαπερνά συνολικά το σύμπαν του.
«Οι δούλες» («Les bonnes», 1947), το πιο διάσημο από τα έργα του, είναι και το πρώτο που παρουσιάστηκε επί σκηνής: στα μέσα του 20ού αιώνα, την ίδια εποχή με τον Μπέκετ και τον Ιονέσκο, έγιναν «οι συγγραφείς του Παραλόγου». Ο Ζενέ πέρασε από το περιθώριο στην αποδοχή. Δεν ήταν εύκολο.
Νόθος γιος μιας πόρνης, κλέφτης, ομοφυλόφιλος, αν και μεγάλωσε σε αναμορφωτήρια, κατάφερε να αλλάξει τη ροή της ζωής του με το ταλέντο και την τέχνη του. Με μυθιστορήματα (όπως το κορυφαίο του «Η Παναγία των λουλουδιών») και θεατρικά έργα («Υψηλή εποπτεία», «Το μπαλκόνι», «Οι νέγροι»), αποτέλεσε αντικείμενο ανάλυσης από τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, σε μια εποχή που ο υπαρξιστής φιλόσοφος δέσποζε στο Παρίσι («Αγιος Ζενέ, κωμωδός και μάρτυρας»).
Στις «Δούλες», με αφορμή ένα πραγματικό περιστατικό (οι αδελφές Παπέν, υπηρέτριες σε σπίτι στο Λε Μαν της Γαλλίας, δολοφόνησαν την Κυρία τους, το 1933), ο Ζενέ εντρυφά στο θέμα της εξουσίας, ιδωμένο μέσα από το αιώνιο αντίπαλο δίδυμο αφέντη και δούλου.
Η Μαριάννα Κάλμπαρη επέλεξε και ακολούθησε την καθαρή, λιτή σκηνοθετική γραμμή που εμμέσως προτείνει ο ίδιος ο συγγραφέας. Με το σκεπτικό του για το πώς πρέπει να παίζονται οι «Δούλες» στην Επίδαυρο, όπου τα αντικείμενα δεν χρειάζεται να αναπαριστώνται, αρκεί να ονοματίζονται και να επισημαίνεται νοητά η θέση τους, πέτυχε να αποδώσει την ουσία του έργου.
Στη σκηνή του Υπογείου δεν είδαμε το μεγάλο διπλό κρεβάτι, τις τουαλέτες και τον πλούτο της Κυρίας, αλλά μόνο τα λουλούδια κι ένα ζευγάρι γάντια –ενώ παρόντα ήταν μόνο κάποια απαραίτητα σκηνικά στοιχεία (τραπέζι, καρέκλες).
Η σκηνοθέτρια, που ανέλαβε και τον ρόλο της Κυρίας, με μια ενδιαφέρουσα εισαγωγή, εξήγησε το νόημα του τίτλου και της ελληνικής μετάφρασης από τον Οδυσσέα Ελύτη –για το πρώτο ανέβασμα του έργου από το Θέατρο Τέχνης, πριν από πενήντα χρόνια. Δούλες και όχι Υπηρέτριες, ενώ ο τίτλος παραπέμπει και στον πληθυντικό του επιθέτου, στο θηλυκό γένος, «Οι καλές».
Πλάσματα απελπισμένα και παράλληλα εκδικητικά (με τον εαυτό τους), γυναίκες που ψάχνουν να δικαιωθούν έστω και μέσα από τον θάνατο (τους), η Κλερ και η Σολάνζ σηκώνουν ανάστημα –και γίνονται πρωταγωνίστριες.
Καθοριστικό στοιχείο στη σκηνοθετική προσέγγιση αποδεικνύεται η ατμόσφαιρα που δημιουργείται –έξοχη η εκδοχή του γαλλικού τραγουδιού «Voyage, voyage», όπως και το μαύρο χρώμα, σαν μοναδική, σχεδόν, χρωματική επιλογή. Είτε αφορά τα φουστανάκια – ποδιές είτε την αμφίεση της Κυρίας, το μαύρο κυριαρχεί.
Ο συνδυασμός της Κάτιας Γέρου (Σολάνζ) και της Κωνσταντίνας Τακάλου (Κλερ) αποδεικνύεται σκηνικά λειτουργικός: χαμηλότονη η πρώτη, εκρηκτική η δεύτερη, εμφάνισαν στη σκηνή τις πολλές και διαφορετικές πτυχές των ηρωίδων τους. Με καθαρότητα και εσωτερική ειλικρίνεια έδωσαν στις «Δούλες» τη σύγχρονη και παράλληλα διαχρονική τους υπόσταση.
Λιγότερο σαρωτική, η Κυρία της Μαριάννας Κάλμπαρη, στο σύντομο πλην καθοριστικό της πέρασμα, δεν κατάφερε να δημιουργήσει την αναμενόμενη ένταση. Η ανατροπή τελικά πραγματοποιείται –έστω και ερήμην της ή από επιλογή της.
Mετάφραση– σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη
Σκηνικά – κοστούμια: Χριστίνα Κάλμπαρη
Μουσική επιμέλεια: Νέστωρ Κοψιδάς
Κίνηση: Βάλια Παπαχρήστου
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Ερμηνείες: Κάτια Γέρου, Κωνσταντίνα Τακάλου, Μαριάννα Κάλμπαρη
Πού: Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν – Υπόγειο (Πεσμαζόγλου 5, τηλ. 210-3228.706)
έως 1/4