Η κατάσταση θα γίνει ακόμη χειρότερη εάν οι δύο έλληνες στρατιωτικοί που κρατούνται σε φυλακές υψίστης ασφαλείας στην Αδριανούπολη αντιμετωπίσουν και τη βαριά κατηγορία της κατασκοπείας. Σε αυτή την περίπτωση ο χρόνος του επαναπατρισμού τους θα απομακρυνθεί σημαντικά. Και τα ερωτήματα που παραμένουν πολλαπλασιάζονται μέρα με τη μέρα. Πώς είναι δυνατόν τα δύο αυτά στελέχη του Στρατού Ξηράς στο πλαίσιο μιας συνηθισμένης περιπολίας στη δασωμένη περιοχή των Καστανιών Εβρου να χάσουν τον προσανατολισμό τους και να συλληφθούν από πάνοπλη τουρκική περίπολο; Και γιατί η λιτή επίσημη ανακοίνωση του ΓΕΣ κάνει λόγο ότι «φέρεται ότι πέρασαν σε τουρκικό έδαφος»; Αυτό το «φέρεται» τυχαίως μπήκε άραγε στην επίσημη ανακοίνωση του ΓΕΣ;
Το γεγονός ότι το θέμα δεν έληξε ή δεν λύθηκε σε επίπεδο ταξιαρχίας ή ακόμα σε επίπεδο λοχαγών των δύο συνοριακών μονάδων υποδηλώνει ότι η Αγκυρα θέλει να αναβαθμίσει το συμβάν σε επίπεδο κρατών. Προσδοκώντας ανταλλάγματα. Και αυτό είναι ίσως που θέλει να αποφύγει η Αθήνα. Γιατί υπήρξε τουλάχιστον άλλη μία περίπτωση στον Εβρο, πολύ πιο σοβαρή απ’ αυτήν των Καστανιών, με ανταλλαγή πυροβολισμών, με θύματα έναν έλληνα στρατιώτη και 5 τούρκους στρατιωτικούς, και όμως το ζήτημα έληξε σε επίπεδο ταξιαρχιών.
Ας μεταφερθούμε αρκετά χρόνια πίσω, στις 19 Δεκεμβρίου του 1986, στη συνοριακή περιοχή του χωριού Πέπλος στον Νομό Εβρου.
ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ. Στην αποξηραμένη εκείνη κοίτη βρέθηκε ένα ηλιόλουστο πρωινό της 19ης Δεκεμβρίου, στις 11 το πρωί, μια τριμελής ελληνική περίπολος απέναντι σε μια διμελή τουρκική. Εξοικειωμένοι οι άνδρες των δύο περιπόλων στην οπτική επαφή και σε ορισμένες περιπτώσεις και στην ανταλλαγή χαιρετισμών (και τσιγάρων και ποτών) σταμάτησαν να ξεκουραστούν εκατέρωθεν της κοίτης. Ο στρατιώτης Ζήσης Καραγώγος άφησε το όπλο του και κινήθηκε προς την πλευρά των δύο τούρκων συναδέλφων του για να τους προσφέρει δύο τσιγάρα. Και ξαφνικά δέχθηκε αναίτια και ανεξήγητα ριπή τυφεκίου (συνολικά πέντε σφαίρες) από έναν τούρκο στρατιώτη. Αιφνιδιασμένοι οι άλλοι δύο έλληνες στρατιώτες ανταπέδωσαν τα πυρά με αποτέλεσμα μια χαμηλής έντασης ανταλλαγή πυροβολισμών που διήρκεσε μισή ώρα πάνω από τον αιμορραγούντα Καραγώγο. Η τυχαία διέλευση από την περιοχή του αγροφύλακα Γιάννη Ζαπάτα υπήρξε σημαντική για τους δύο έλληνες στρατιώτες και σε λίγο ο αγροφύλακας ενημέρωσε το παρακείμενο ελληνικό φυλάκιο. Εφθασαν ενισχύσεις όμως και από τις δύο πλευρές, με τους τούρκους να υποχωρούν μετά το μπαράζ πυροβολισμών που δέχτηκαν από την ελληνική (ενισχυμένη) περίπολο. Και ενώ οι πάντες νόμιζαν ότι το επεισόδιο έληξε, ξαφνικά στις 3 μετά το μεσημέρι μια τουρκική διμοιρία περίπου 50 ανδρών διέβη με σχεδίες τον Εβρο και σε σχηματισμό μάχης κινήθηκε εντός του τουρκικού εδάφους προς το σημείο της σύγκρουσης. Πλησιάζοντας την ελληνοτουρκική μεθόριο οι τούρκοι στρατιώτες άρχισαν να βάλλουν καταιγιστικά πυρά εναντίον των τεσσάρων ελλήνων στρατιωτών που παρέμειναν στις θέσεις τους. Από την ανταλλαγή πυρών σκοτώθηκε ένας τούρκος αξιωματικός (ανθυπολοχαγός) και τέσσερις στρατιώτες. Η επικοινωνία όμως που ακολούθησε μέσω των προβλεπόμενων στρατιωτικών δικτύων πέτυχε να εξομαλύνει την κατάσταση και να υπάρξει αποκλιμάκωση. Ετσι έληξε ένα σοβαρότατο επεισόδιο.
ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ. Ολα αυτά που συνέβησαν πριν από 32 χρόνια ήταν πολύ σοβαρά και μπορούσαν να σηματοδοτήσουν μια πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Και όμως, οι συνεννοήσεις αλλά και η σφοδρή χιονόπτωση που ακολούθησε τότε κατέστησαν προβληματική κάθε κίνηση διαλύοντας κάθε σκέψη αντίδρασης.
Το θέμα είναι ότι όπως βεβαιώνουν στρατιωτικές πηγές δύσκολα μπορεί κάποιος να χάσει τον προσανατολισμό του στις Καστανιές Εβρου. Και το σημαντικότερο, πώς είναι δυνατόν να έχουν περάσει τόσες ημέρες από τη σύλληψη των δύο ελλήνων στρατιωτικών και να μην έχει υπάρξει οποιαδήποτε συνεννόηση των υπουργείων Εξωτερικών ή Αμυνας ή ακόμα και των Πρωθυπουργών των δύο χωρών, όπως συνέβη με την υπόθεση του εμβολισμού του σκάφους του Λιμενικού από την τουρκική ακταιωρό;