Δεν θα εκπλαγώ εάν μάθουμε μια ημέρα των ημερών ότι πίσω από το περίφημο κίνημα της πολιτικής ορθότητας, που εμφανίστηκε δειλά δειλά κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1990 στην αντίπερα ακτή του Ατλαντικού, κρυβόταν ένα μεγάλο αμερικανικό δικηγορικό γραφείο. Μην με παρεξηγήσετε. Δεν τραβάω κανένα ζόρι με την πολιτική ορθότητα. Απεναντίας, πιστεύω ότι η συμβολή της ήταν καθοριστική στον εξευγενισμό των ηθών. Αμέτρητες αδελφές ψυχές, κακοποιημένες από αιώνες λεκτικού bullying, αναθάρρησαν και πίστεψαν ότι δεν θα είναι πλέον διά βίου στιγματισμένες. Από εκείνο το σημείο όμως, το πασιδήλως θεάρεστο, έως το σημερινό, όπου η πολιτική ορθότητα επιστρατεύεται, όχι μονάχα για να διαστρεβλώσει, αλλά κυριολεκτικά για να εξαφανίσει το νόημα των συμβάντων, η απόσταση που έχει διανυθεί είναι τεράστια και το μέλλον προβάλλει κάθε άλλο παρά ρόδινο.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον αξιότιμο κύριο Φραγκίσκο Ραγκούση. Ο γνωστός δικηγόρος των Αθηνών υπερασπίζεται τακτικά συμπολίτες μας του λεγόμενου αντιεξουσιαστικού χώρου, θαρραλέα άτομα που δεν διάκεινται με θερμά αισθήματα προς όλους εμάς τους υπόλοιπους, τους φιλο-εξουσιαστικούς, αντιθέτως, θα μας προτιμούσαν ευχαρίστως ψητούς στα κάρβουνα. Ουδείς ψόγος. Αυτό είναι άλλωστε το μεγαλείο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπως πλειστάκις έχουν επισημάνει πολιτικά αναστήματα σαν του Λένιν ή του Μουσολίνι, να δίνει πρόθυμα και πρόσχαρα το σχοινί στους εχθρούς της για να την κρεμάσουν. Επιτρέψτε μου όμως να εστιάσω σε μια πρόσφατη προφορική δήλωση του κυρίου Ραγκούση στην τηλεόραση του Σκάι, μεταφερμένη εδώ σχεδόν αυτολεξεί, με ένα αδιόρατο συντακτικό lifting επ’ ωφελεία του ομιλούντος: «Η αδράνεια της εφαρμογής συγκεκριμένων δεσμεύσεων και διατάξεων είναι εκείνη η οποία οδηγεί, πολλές φορές, τους πολίτες σε μια ακραία εκτόνωση». Μάλιστα. Τι εννοεί ο ποιητής; Σε ποιες «διατάξεις» αναφέρεται; Φορολογικές διατάξεις, αγορανομικές, εκτελωνιστικές; Και όταν μιλάει για «εκτόνωση» των πολιτών –ποια ακριβώς «εκτόνωση» επικαλείται; Να μεθύσεις ένα βράδυ, να στείλεις διακόσια αναπάντητα sms στο κορίτσι που σου ράγισε την καρδιά, να ξεσπάσεις με μπουνίδι στο μαξιλάρι σου; Οταν ακούτε εσείς αυτή την όμορφη πρόταση, πάει το μυαλό σας σε κάποιον που κατηγορείται για απόπειρα δολοφονίας και στους κουκουλοφόρους συντρόφους του που κάνουν λαμπόγυαλο τα εμπορικά καταστήματα; Εμένα, ομολογώ, δεν πάει –και ας βγάζω με τη φαντασία μου το ψωμί μου…
Σε ανάλογο μήκος κύματος εξέπεμψε προ ημερών η δικηγόρος Ιωάννα Κούρτοβικ, συνήγορος του Δημήτρη Κουφοντίνα, κατά τη δεύτερη έξοδο του πελάτη της από τις φυλακές Κορυδαλλού με σαρανταοκτάωρη άδεια. Με το μελιστάλαχτο μειδίαμά της κι έναν ελαφρώς συγκαλυμμένο διδακτισμό στο ύφος, η κυρία Κούρτοβικ περιέγραψε μια νέα «κανονικότητα» που θα πρέπει «να συνηθίσετε», ενώ λίγο κατόπιν, σε σχετική αδιάκριτη ερώτηση δημοσιογράφου, δεν έχασε την παροιμιώδη ψυχραιμία της: «Ο νόμος δεν προβλέπει ότι οι οικογένειες των θυμάτων μιας ενέργειας, μιας πράξης, έχουν λόγο για τη συνέχεια της κράτησης ενός κρατουμένου». Συγγνώμη ένα λεπτό. Μιας «ενέργειας»; Μιας «πράξης»; Μα πόσες κλήσεις της Τροχαίας δεν πλήρωσε αυτός ο Κουφοντίνας και τον τιμώρησε η πολιτεία σε ενδεκάκις ισόβια; Βλέπετε πουθενά εσείς δολοφονίες κατά συρροήν; Βλέπετε πισώπλατους πυροβολισμούς, επιθανάτια αγωνία στα χειρουργεία, οργή και πένθος που βαστούν δεκαετίες; Τίποτε από όλα αυτά. Τα γλυκά λόγια της ευπροσήγορης συνηγόρου λειτουργούν πιο αποτελεσματικά και από το καθαριστικό για τα τζάμια σ’ εκείνη τη διαφήμιση των παιδικών μου χρόνων: «Ajax. Τα κάνει αόρατα». Σωστά έλεγε λοιπόν η μακαρίτισσα η μάνα μου: «Χάνεις το δίκιο σου όταν μιλάς άσχημα. Να μιλάς όμορφα». Οχι μόνο, βρε μάνα. Προοδεύσαμε από τότε. Οχι μόνο βρίσκεις το δίκιο σου, αλλά και το κατασκευάζεις.