Η τροπή που πήρε η υπόθεση των δύο ελλήνων στρατιωτικών οι οποίοι κρατούνται στις τουρκικές φυλακές δεν προκαλεί μόνο ανησυχία για την τύχη τους. Θέτει και εύλογα ερωτήματα για τους χειρισμούς της κυβέρνησης. Για την προετοιμασία της σε ό,τι αφορά την αποτροπή τέτοιων ατυχημάτων αλλά και την αντίδρασή της μετά την εκδήλωση του συμβάντος.
Εκ του έως τώρα αποτελέσματος είναι σαφές πως η κυβέρνηση τα έκανε όλα λάθος. Οι σχεδιασμοί της σε όλα τα επίπεδα, από τα προληπτικά μέτρα που όφειλε να έχει λάβει σε μια κρίσιμη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις περίοδο έως την αυθαίρετη επιλογή του σύντομου και αίσιου τέλους της περιπέτειας, αποδείχθηκαν ανεπαρκείς και λανθασμένοι. Οπως λανθασμένη αποδείχθηκε και η απόφασή της να μην κινηθεί με ταχύτητα στο διεθνές συμμαχικό περιβάλλον, αλλά να επενδύσει στη λογική τού «δεν τρέχει τίποτα».
Για ακόμη μια φορά η κυβέρνηση περιορίστηκε στην επικοινωνιακή ανάγνωση της υπόθεσης. Και τη διάβασε λάθος. Λησμονώντας ότι πλέον δεν έχει απέναντί της μια χώρα που αναζητά τον βηματισμό της στη δημοκρατία, αλλά ένα κράτος που διολισθαίνει όλο και περισσότερο στον αυταρχισμό. Σε αυτές τις συνθήκες το τελευταίο που χρειάζεται είναι η προχειρότητα και ο ωχαδελφισμός. Αντίθετα, απαιτείται συνεχής εγρήγορση, υψηλό αίσθημα ευθύνης και αντίληψη της επικινδυνότητας των καταστάσεων.
Στο εξής η κυβέρνηση οφείλει να εργαστεί με βάση αυτό το τρίπτυχο. Μπροστά της εξάλλου δεν έχει παρά έναν και μόνο δρόμο: να αποτρέψει τα χειρότερα.