Επιτέλους, μια νέα κυβέρνηση είναι έτοιμη να ορκιστεί στη Γερμανία. Επειτα από πέντε μήνες αντιπαραθέσεων, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Χριστιανοδημοκράτες μαζί με τους Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας συμφώνησαν σε κυβέρνηση συνασπισμού. Ομως στη διαδικασία για να επιτευχθεί αυτή η συμφωνία, κάτι άλλαξε στη γερμανική πολιτική συζήτηση.
Η Γερμανία ήδη απολαμβάνει την πολυτέλεια να προσποιείται ότι είναι κάτι που δεν είναι: μια μικρή χώρα. Πέρυσι, στην προεκλογική περίοδο, δεν υπήρξε δημόσια συζήτηση για την ΕΕ και τον ρόλο της Γερμανίας σε αυτήν. Η καγκελάριος Μέρκελ, που τότε βρισκόταν μπροστά στις δημοσκοπήσεις, επιβεβαίωσε το ένστικτό της ότι οι γερμανοί ψηφοφόροι δεν θέλουν να ενοχλούνται με συζητήσεις για το μέλλον της Ευρώπης. Και, παρ’ ότι ήταν ο πρώην πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου, ο τότε ηγέτης του SPD Μάρτιν Σουλτς επίσης επικεντρώθηκε στα εσωτερικά ζητήματα.
Ομως η εκλογή του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η μεταρρυθμιστική ατζέντα του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και, σε μικρότερη κλίμακα, η απόφαση της Βρετανίας να φύγει από την ΕΕ, απασχολούν πλέον τη Γερμανία. Εάν η Ευρώπη θέλει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις, η Γερμανία χρειάζεται να αμφισβητήσει κάποιες από τις παλιές πεποιθήσεις της. Χρειάζεται μια ξεκάθαρη ευρωπαϊκή ατζέντα, που δεν ταιριάζει στην οπτική ενός μικρού κράτους.
Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο στη συμφωνία για τον σχηματισμό κυβέρνησης μεταξύ των κομμάτων διαμορφώθηκε ως απάντηση στις μεταρρυθμιστικές προτάσεις του Μακρόν για την ευρωζώνη. Ομως εκείνοι που ήλπιζαν για μια ουσιαστική αλλαγή στην οικονομική πολιτική θα απογοητευθούν. Η νέα κυβέρνηση ίσως συζητήσει για την επανέναρξη της γαλλογερμανικής μηχανής μεταρρυθμίσεων στην ΕΕ, όμως είναι μάλλον απίθανο να υποστηριχθούν προτάσεις για αμοιβαιοποίηση χρεών ή τη δημιουργία ενιαίου προϋπολογισμού.
Ομως μπορεί και πρέπει να προχωρήσουν σε άλλα μέτρα. Η Γερμανία θα μπορούσε να στηρίξει ενεργά την τραπεζική ένωση στην ευρωζώνη και να θέσει ως προτεραιότητα την ένωση των κεφαλαιαγορών. Το Βερολίνο θα πρέπει να κάνει κάτι και για το μεγάλο πλεόνασμά της, που δεν ωφελεί την ευρωπαϊκή οικονομία. Για να ενισχύσει την κατανάλωση, θα πρέπει να ελαφρύνει τα φορολογικά βάρη των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων. Με το υπουργείο Οικονομικών στα χέρια του SPD υπάρχει πιθανότητα να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις και όχι στις φορολογικές περικοπές. Οι Γερμανοί έχουν αρχίσει και κουράζονται από τη διαρκή αγωνία για χαμηλά ελλείμματα. Η νέα γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει επίσης να διαμορφώσει μια νέα εμπορική πολιτική που αναγνωρίζει και είναι πρόθυμη να χρησιμοποιήσει το οικονομικό γόητρο της χώρας, καθώς και της ΕΕ, πιο στρατηγικά. Ο ολοένα και πιο προστατευτικός τόνος της κυβέρνησης Τραμπ αποτελεί την τέλεια ευκαιρία.
Για όλα αυτά, όμως, χρειάζεται οι γερμανοί πολιτικοί να αλλάξουν τη συζήτηση. Η Γερμανία πρέπει να αποτελεί σταθεροποιητική δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας. Να αρχίσει να σκέφτεται ως ένας μεγάλος οικονομικός παίκτης –και να δρα αναλόγως.