Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχασαν την άλλοτε κραταιά τους θέση σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Την ίδια ώρα υπάρχουν πάντως και ορισμένες εξαιρέσεις, σημειώνει σε άρθρο της η Deutsche Welle.
Το παράδειγμα της Γαλλίας είναι αντιπροσωπευτικό για την κατάρρευση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη. Το 2012 το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα διέθετε ακόμη την απόλυτη πλειοψηφία στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση ενώ ένας σοσιαλδημοκράτης, ο Φρανσουά Ολάντ, κατείχε το προεδρικό αξίωμα.
Στις προεδρικές εκλογές του 2017 όμως ο υποψήφιος του κόμματος έλαβε μόλις 6% τερματίζοντας μόλις στην πέμπτη θέση των προτιμήσεων. Αντίστοιχα απογοητευτικά ήταν τα ποσοστά των σοσιαλιστών και στις βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν παραδοσιακά αισθητά πιο αριστερό από το SPD στην Γερμανία.
Σήμερα πάντως φαίνεται να «ροκανίζεται» από δυνάμεις που τοποθετούνται ακόμη πιο αριστερά στο πολιτικό φάσμα, αλλά και από το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο, το οποίο με τη ρητορική του κατά των μεταναστών και της παγκοσμιοποίησης προσελκύει πολλούς Γάλλους που φοβούνται το ενδεχόμενο κοινωνικής τους υποβάθμισης.
Μετά τον τελευταίο εκλογικό του όλεθρο, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, η κοινοβουλευτική ομάδα του οποίου αυτοαποκαλείται σήμερα Νέα Αριστερά, δεν συνιστά προς το παρόν υπολογίσιμη πολιτική δύναμη.
Ολλανδία
Η κατάρρευση των ολλανδών σοσιαλδημοκρατών οφείλεται και στην ενίσχυση των ακροδεξιών του Βίλντερς
Παρόμοια ήταν η πορεία του ολλανδικού Εργατικού Κόμματος (PvdA) στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2017.
Η άλλοτε περήφανη παράταξη, από την οποία έχουν εκλεγεί μεταπολεμικά τρεις πρωθυπουργοί, σημείωσε τη χειρότερη επίδοση της ιστορίας της συγκεντρώνοντας μόλις 5,7%. Από τη δεύτερη θέση σημείωσαν κατακόρυφη πτώση στην έβδομη θέση της εκλογικής κατάταξης των κομμάτων.
Καταστροφικό στοιχείο για το Εργατικό Κόμμα είναι ο ισχυρός κατακερματισμός του κομματικού συστήματος της χώρας και το γεγονός ότι πολλές άλλες παρατάξεις προσέλκυαν την ίδια κατηγορία ψηφοφόρων με το PvdA. Πλήγμα για το Εργατικό Κόμμα ήταν ακόμη η άνοδος της ακροδεξιάς. Ο Χέερτ Βίλντερς και το Κόμμα για την Ελευθερία κατάφερε να αναρριχηθεί στη δεύτερη θέση.
Μ. Βρετανία
Ο Τζέρεμι Κόρμπιν έδωσε νέα δυναμική στους βρετανούς Εργατικούς
Οι σοσιαλδημοκράτες στην Ευρώπη δεν γνώρισαν όμως μόνο ταπεινωτικές ήττες. Αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα ανάκαμψης είναι το βρετανικό Εργατικό Κόμμα. Ο πρώην πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ είχε κατορθώσει τη δεκαετία του 1990 να οδηγήσει το κόμμα – μετά από πολλά χρόνια στην αντιπολίτευση- και πάλι στα κυβερνητικά έδρανα.
Ο ίδιος πίστευε σε έναν «τρίτο δρόμο» ανάμεσα στον σκληρό καπιταλισμό της Θάτσερ, αλλά και τον αριστερό σοσιαλισμό της παλιάς σχολής. Η πολιτική του ήταν επί σειρά ετών δημοφιλής. Ωστόσο η συμμετοχή της Μ. Βρετανίας στον πόλεμο του Ιράκ με το ψευδές επιχείρημα της κατοχής όπλων μαζικής καταστροφής από το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, όπως και η στενή συνεργασία του Τ. Μπλερ με τον τότε αμερικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον νεότερο, έπληξε την αξιοπιστία του κόμματος.
Οι Εργατικοί βρίσκονται ξανά, εδώ και χρόνια, στην αντιπολίτευση. Με την ανάληψη της ηγεσίας του κόμματος όμως από τον αριστερό Τζέρεμι Κόρμπιν το 2015, αναβίωσαν ορισμένες από τις παλαιές «συνταγές», με θέσεις υπέρ των κρατικοποιήσεων ή της υψηλότερης φορολογίας στους εύπορους, ενώ ακούστηκαν ακόμη και φωνές υπέρ της εξόδου της Μ. Βρετανίας από το ΝΑΤΟ. Ο αριθμός των μελών του κόμματος σημειώνει διαρκή αύξηση από τότε – κυρίως άτομα νέων ηλικιών εγγράφονται στα μητρώα των Εργατικών.
Μπορεί το κόμμα να έχασε τις εκλογές του 2017 από τους συντηρητικούς της Τερέζα Μέι, ωστόσο μια νέα κυβέρνηση Εργατικών στο κοντινό μέλλον αποτελεί άκρως ρεαλιστικό σενάριο.
Σουηδία
Επικεφαλής σε κυβέρνηση μειοψηφίας οι Σοσιαλδημοκράτες του σουηδού πρωθυπουργού Στέφαν Λεβέν
Ακόμη μια συγκριτικά ελπιδοφόρα περίπτωση για τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις στην Ευρώπη είναι η Σουηδία. Χώρα που επέχει όμως παραδοσιακά θέση προτύπου για τη σοσιαλδημοκρατία. Σε κανένα άλλο κράτος δεν έχουν γνωρίσει παρόμοιες επιτυχίες οι αντίστοιχες σοσιαλδημοκρατικές παρατάξεις.
Οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες αξιοποίησαν τις μακρές περιόδους διακυβέρνησής τους για να οικοδομήσουν – κυρίως στις δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – ισχυρό κοινωνικό κράτος, που θεωρείται υπόδειγμα μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, οι περικοπές παροχών, στις οποίες ένιωσαν αναγκασμένοι να προβούν ακόμη και σοσιαλδημοκράτες πρωθυπουργοί από τη δεκαετία του 1990, στοίχισαν στο κόμμα, το οποίο πέρασε για κάποια χρόνια στα έδρανα της αντιπολίτευσης.
Ο σημερινός πρωθυπουργός Στέφαν Λεβέν, που ηγείται κυβέρνησης μειοψηφίας Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων, είναι για άλλη μια φορά σοσιαλδημοκράτης. Το προσεχές φθινόπωρο επίκεινται εκλογές.
Οι Σοσιαλδημοκράτες βρίσκονται στην πρώτη θέση των προτιμήσεων στις δημοσκοπήσεις, ωστόσο με ποσοστά κάτω του 30%. Μια εξαιρετικά δυσμενής επίδοση για τα δεδομένα του κόμματος.
Αυστρία
Στον ασυνήθιστο ρόλο της αντιπολίτευσης πέρασαν οι Σοσιαλδημοκράτες της Αυστρίας
Και οι Σοσιαλδημοκράτες της Αυστρίας έχουν βιώσει πολύ καλύτερες περιόδους. Από το 1945, το σοσιαλδημοκρατικό SPÖ είχε τοποθετήσει τον δικό της υποψήφιο στη θέση του καγκελάριου σε 15 από τις 28 κυβερνήσεις.
Μέχρι το 1990 μάλιστα λάμβαναν στις εκλογές του Εθνικού Συμβουλίου ποσοστά σταθερά άνω του 40%. Εδώ και κάποια χρόνια το κόμμα έχει υποχωρήσει σε ποσοστά μεταξύ 25% και 30%. Οπωσδήποτε σημαντική απώλεια, ωστόσο το κόμμα απέφυγε την κατάρρευση που υπέστησαν οι Σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία.
Το ιδιαίτερο στοιχείο για τους αυστριακούς Σοσιαλδημοκράτες είναι οι συχνοί κυβερνητικοί συνασπισμοί με το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα της Αυστρίας. Σχεδόν στα δύο τρίτα των μεταπολεμικών ετών στη Βιέννη κυβερνούσε συνασπισμός των δύο αυτών κομμάτων, τα οποία εναλλάσσονταν στους ρόλους του μεγάλου και μικρού κυβερνητικού εταίρου.
Ωστόσο, η μακρά συγκυβέρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων και η δημόσια συζήτηση περί νεποτισμού συνέβαλε στην ενίσχυση και άνοδο του ακροδεξιού Κόμματος της Ελευθερίας. Αυτό συγκυβερνά σήμερα με το Λαϊκό Κόμμα, με τους Σοσιαλδημοκράτες να περνούν στον ασυνήθιστο για αυτούς ρόλο της αντιπολίτευσης.
Οπως και το SPD στη Γερμανία, έτσι και στην Αυστρία οι Σοσιαλδημοκράτες διερωτώνται αν η μακρά συγκυβέρνηση σε μεγάλους συνασπισμούς τους έκανε να απολέσουν το ιδιαίτερο κομματικό τους στίγμα.