Δυστυχώς η υλοποίηση του τίτλου είναι πλέον ανέφικτη, ειδικά στον τόπο μας, αφού συστηματικά απαξιώθηκε και κυνηγήθηκε άγρια κάθε πλουραλισμός και κυρίως αυτό που υπονοεί ο όρος Βαβυλωνία, ο γλωσσικός. Στην Αρχαία Ελλάδα κάθε περιοχή και κάθε πόλη είχε το γλωσσικό της ιδίωμα. Πέρα από τις μεγάλες γλωσσικές ομάδες, την ιωνική, τη δωρική και την αιολική, κάθε κυρίως απομονωμένη περιοχή καλλιεργούσε με καμάρι το ιδίωμά της. Κι όμως οι Αθηναίοι που ομιλούσαν μια ιδιαίτερη εκδοχή της ιωνικής, αυτή που ονομάζουν οι γλωσσολόγοι αττική διάλεκτο, μπορούσαν θαυμάσια να διαβάζουν ή ν’ ακούν τους μουσικούς και τους τραγουδιστές να αποδίδουν τη μελική ποίηση, τη Σαπφώ ή την Κόριννα που έγραφαν λυρική ποίηση στην αιολική γλώσσα. Αλλά και το πλέον αξιοθαύμαστο. Εψαλλαν τον διθύραμβο στις γιορτές του Διονύσου στη δωρική διάλεκτο και, το ακόμη πιο θαυμαστό, όλα τα χορικά των τριών τραγικών ήταν γραμμένα και άδονταν στη δωρική διάλεκτο. Δηλαδή μέσα στην περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου –που ούτε μία φορά (ακόμη και στο μεγάλο θανατικό, τον λοιμό που έστειλε στον θάνατο το ένα τρίτο της Αττικής) δεν ματαιώθηκαν οι διδασκαλίες δράματος, τραγωδίας και κωμωδίας, στα Μεγάλα Διονύσια –τα χορικά της Ηλέκτρας και του Ευριπίδη και του Σοφοκλή ακούστηκαν στη γλώσσα του… εχθρού. Σκεφτείτε ότι στην Κατοχή οι Γερμανοί απαγόρευαν να παιχτούν στα θέατρα της Αθήνας μεταφρασμένα προπολεμικά αμερικανικά έργα!!
Ο Ηρόδοτος έγραφε στην ιωνική διάλεκτο της Ανατολής, απ’ όπου ήρθε στην Αθήνα μετά την κατάληψη της πατρίδας του από τους Πέρσες. Την ιστορία του την έγραψε στη διάλεκτο της μάνας του και κεφάλαια του μέγιστου έργου του, ιδρυτικού της ιστορικής επιστήμης, τα διάβασε δημόσια στις κερκίδες του σταδίου της Ολυμπίας, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων με ακροατές αθλητές και επισκέπτες από την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, τη Βοιωτία, τη Μακεδονία, τη Ρόδο, την Κέρκυρα, την Κρήτη. Δηλαδή ανθρώπων που ομιλούσαν αλλά και χαίρονταν ακούγοντας όλα τα γλωσσικά ιδιώματα της ελληνικής λαλιάς.
Η Μπουμπουλίνα, ο Μάρκος Μπότσαρης μιλούσαν αρβανίτικα, ο Καραϊσκάκης θεσσαλιώτικα, ο Μακρυγιάννης ρουμελιώτικα, ο Υψηλάντης, ο Καποδίστριας ιδιώματα της ελληνικής διασποράς και ο Μαυροκορδάτος κωνσταντινουπολίτικα. Οι έμποροι και οι ναυτικοί Χιώτες τα ιδιώματα της Ανατολής. Εξάλλου ο Ομηρος που πεπαίδευκε την Ελλάδα «έγραφε» μια ποιητική γλώσσα πολυεπίπεδη και αδιανόητα πλούσια που έγινε «σχολικό» εγχειρίδιο Ελλάδος απάσης.
Και μέσα στην Τουρκοκρατία αλλά και πριν, την περίοδο της Φραγκοκρατίας, τα ιδιώματα της ελληνικής μάς κληροδότησαν αριστουργήματα στην κρητική διάλεκτο («Ερωτόκριτος»!), την κυπριακή (τα περίφημα λαϊκά σονέτα –έγραψα άλλοτε γι’ αυτά), την ποντιακή, τη ρουμελιώτικη και την ηπειρώτικη και βέβαια την επτανησιακή.
Οι Ιταλοί που δεν ντρέπονταν για τη γλωσσική τους Βαβυλωνία κατόρθωσαν να κάνουν πανιταλικό θέατρο, την κομέντια ντελ άρτε, όπου καθένα πρόσωπο των κωμωδιών ομιλούσε τη διάλεκτο της καταγωγής του (ναπολιτάνικα, βενετσιάνικα, μιλανέζικα, σικελικά) και όλα τα λαϊκά ακροατήρια, στις πλατείες, τα σταυροδρόμια, στις αγορές και στις αυλές των μεγαλοαστών χαίρονταν τη γλωσσική πολυφωνία.
Μ’ όλο τον σεβασμό στον πράγματι σοφό διδάσκαλο Αδαμάντιο Κοραή και τους γλωσσικούς οπαδούς του, πρέπει να τονίσω την ευθύνη του για τη συκοφάντηση αυτής της πολυφωνίας με την επιχείρηση επιβολής μιας νέας κοινής γραπτής γλώσσας που κατέληξε να γίνει και προφορική, αφού όσοι μιλούσαν ντοπιολαλιές γινόντουσαν δακτυλοδεικτούμενοι και γραφικοί, αν όχι γελοίοι.
Απόδειξη πως ο απλός λαός απολάμβανε τις ντοπιολαλιές είναι ο Καραγκιόζης, ο ελληνικός Καραγκιόζης, όπου οι χάρτινοι ήρωες μιλούσαν αρβανίτικα, ρουμελιώτικα, επτανησιακά, ακόμη και την ελληνική εκδοχή της εβραϊκής κοινότητας.
Υπάρχει ένα αριστουργηματικό έργο της κωμικής παράδοσης (που σαφώς μιμείται την ιταλική θεατρική ιδιωματική συμπεριφορά), η «Βαβυλωνία» του κωνσταντινουπολίτη Βυζάντιου –ο οποίος αγωνίστηκε στην Επανάσταση δίπλα στον άλλο ιδιοφυή συγγραφέα – αγωνιστή κωνσταντινουπολίτη Χουρμούζη –που χειρίζεται έξοχα την κωμικότητα των γλωσσικών ελληνικών διαλέκτων για να, δυστυχώς, διαφημίσει και διασώσει την άποψη του Κοραή για τη δημιουργία μιας καθαρής, καθαρεύουσας, γλώσσας, απαλλαγμένης και από αρβανίτικα και τούρκικα αλλά και ελληνικά ιδιωματικά στοιχεία.
Η κωμωδία «Βαβυλωνία» είναι ένα κωμικό διαμάντι και συνάμα το πιο αντιδραστικό εργαλείο απαξίωσης της ελληνικής ιδιωματικής πολυφωνίας.
Σκεφτείτε πως ο Κοραής χαρακτήριζε τον «Ερωτόκριτο» έργο χυδαίας γλώσσας, δηλαδή όχι ηθικά, αλλά γλωσσικά εργαλείο επικοινωνίας του χύδην, αγράμματου λαού, της πλέμπας!
Ετσι κάθησε στον σβέρκο της εκπαίδευσης, της διοίκησης, της ενημέρωσης η καθαρεύουσα, που έδωσε βέβαια κι αυτή με τη σειρά της λογοτεχνικά αριστουργήματα (Ροΐδης, Παπαδιαμάντης, Ραγκαβής, Παπαρρηγόπουλος, Βιζυηνός), αλλά για χρόνια πολλά περιθωριοποίησε τις ντοπιολαλιές, κάνοντας τους ομιλητές τους να ντρέπονται να τις ομιλούν δημόσια.
Εφτασαν μάλιστα τα γλωσσικά ιδιώματα να γίνουν «νούμερα» στην πολιτική επιθεώρηση (ο Βλάχος του Χατζηχρήστου, ο Αγκόπ και τα κερκυραϊκά της Βλαχοπούλου, τα καλιαρντά, τα μάγκικα κ.τ.λ.).
Η «ρομαντική» επιστήμη της λαογραφίας προσπάθησε και πέτυχε να επιβάλει τη μελέτη των γλωσσικών ιδιωμάτων συλλέγοντας τραγούδια, παροιμίες, παραδόσεις, παραμύθια αλλά δεν μπόρεσε να σπάσει το κοραϊκό φράγμα. Επρεπε να φτάσουμε στα μέσα του 20ού αιώνα για να δούμε στη σκηνή «Ερωτόκριτο» και «Βασιλικό» του Μάτεσι (σε επτανησιακό ιδίωμα) και μόλις τα τελευταία πενήντα χρόνια χάρις στον Αλέξη Σολομό και κυρίως στον Σπύρο Ευαγγελάτο είδαμε στο θέατρο πόσο επικοινωνιακή δύναμη είχαν έργα γραμμένα στα γλωσσικά ιδιώματα της ελληνικής.
Οφείλουμε χάριτες στα σωματεία της ελληνικής επαρχίας που ενέταξαν στις δραστηριότητές τους και τα ιδιωματικά τραγούδια και τα ιδιωματικά θεατρικά και λογοτεχνικά κείμενα. Ετσι είδαμε στη σκηνή μεταφρασμένες στην ποντιακή και την κυπριακή διάλεκτο αλλά και τη νησιωτική των Δωδεκανήσων αριστοφανικές κωμωδίες. Και, ω του θαύματος, ακόμη και οι αριστοφανικές βωμολοχίες που ενοχλούσαν τους αστούς στην Επίδαυρο με τις ντοπιολαλιές έγιναν ενθουσιωδώς αποδεκτές.
Βλέπετε είχαν προετοιμάσει το έδαφος τα «ου φωνητά» των λαογράφων και των φιλολόγων και οι εκδόσεις με λεξικά της «Πιάτσας» για τα καλιαρντά, του «Στρατού» κ.τ.λ.
Ο αείμνηστος Σπύρος Ευαγγελάτος όταν χρημάτισε διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος ίδρυσε και μόνιμη σκηνή που ανέβαζε έργα ακόμη και αστικά στην ποντιακή διάλεκτο!
Ο μέγας κύπριος ποιητής Κώστας Μόντης μετέφρασε στην κυπριακή διάλεκτο «Λυσιστράτη» που έφερε τη γλώσσα αυτή μέσα από τη «γλώσσα» της σκηνής στην Αυστραλία, στον Καναδά, στη Γεωργία, όπου υπήρξαν Κύπριοι αιώνων πίσω.
Σήμερα διαθέτουμε δεκάδες ερασιτεχνικούς θιάσους που ανεβάζουν παλαιά αλλά και νέα έργα στις ντοπιολαλιές αλλά και σατιρικές επιθεωρήσεις όπου και η βωμολοχία δεν αποτελεί «ύβριν» για τον μεγαλοαστό αλλά περιούσιο στοιχείο μιας ανεκτικής κάποτε λαϊκής λαλιάς.