Αριθμοί και ποσοστά που σοκάρουν, προσωπικές ιστορίες που μοιάζουν με εφιάλτες. Τα στοιχεία της UNICEF καταγράφουν ένα πρόβλημα που, ανάλογα με τη χώρα, αποκτά ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, παντού και πάντα όμως έχει την ίδια αφετηρία. Τη φτώχεια που ωριμάζει βίαια τα παιδιά και κάνει τα κορίτσια τραγικές «μικρές κυρίες». Στις μέρες μας η Σάντια, η Μπεγκούμ, η Αρασέλι, παλαιότερα, στα δικά μας, το Κατινάκι, η Δέσποινα, η Μαρουσώ. Είναι σαν να τα ξέρω αυτά τα κορίτσια. Τα θυμάμαι από τη δεκαετία του 1960 στο νησί, ξυπόλητα και ντυμένα με ένα φουστάνι ραμμένο με το ύφασμα που περίσσεψε από το κάλυμμα στο μπαουλοντίβανο, να βοηθάνε τον πατέρα τους στη βάρκα να ξεμπερδέψει τα δίχτυα και τη μάνα τους στη λάτρα του σπιτιού. Να προσπαθούν να τα φέρουν βόλτα με μια σκούπα πιο μεγάλη από το μπόι τους. Να πλένουν, να προσπαθούν να μαγειρέψουν και να προσέχουν τα αδέλφια τους. Δεν είχε σημασία αν τα ίδια ήταν επτά, οκτώ ή εννέα ετών. Εφτανε που ήταν το πρώτο κορίτσι.
Ηταν και τα «υπηρετριάκια», εντεκάχρονα και δωδεκάχρονα που, με τον φόβο στα μάτια και έναν μπόγο στην αγκαλιά, τα έστελναν καραβιές από την Ανδρο, την Τήνο και άλλα νησιά για να δουλέψουν στα μεσοαστικά σπίτια της Αθήνας και του Πειραιά. Δεκατεσσάρων χρονών ήταν η Σπυριδούλα όταν, το 1955, τα αφεντικά της την κατηγόρησαν ότι έκλεψε πενήντα δολάρια και την έκαψαν με το πυρωμένο σίδερο σε όλο το σώμα και το πρόσωπο για να ομολογήσει την κλοπή που δεν είχε κάνει. Και αν αυτό ήταν η φρικιαστική εξαίρεση, η σεξουαλική παρενόχληση, οι διαταγές (ενίοτε και κανένα χαστούκι) και εκείνα τα κατ’ ευφημισμό «δωμάτια» υπηρεσίας, που έμοιαζαν περισσότερο με ντουλάπες, έτειναν να είναι ο κανόνας. Και αναρωτιέμαι αν όλα αυτά συνέβαιναν επειδή, τότε, ήταν πιο σκληροί οι άνθρωποι ή πιο σκληρή η ζωή τους.