Οι δύο ειδήσεις έφτασαν από την Ιταλία σχεδόν ταυτόχρονα. Πρώτα, οι δεκάδες αφρικανοί μετανάστες που διαδήλωσαν στη Φλωρεντία φωνάζοντας «όχι άλλος ρατσισμός» μετά τον φόνο σενεγαλέζου μικροπωλητή από Ιταλό στη μέση του δρόμου. Σύμφωνα με τις Αρχές τα κίνητρα δεν ήταν αυτή τη φορά ρατσιστικά, ο δράστης είχε ψυχολογικά θέματα. Το τάιμινγκ της επίθεσης ωστόσο υποψίασε την πολυπληθή κοινότητα Σενεγαλέζων της Φλωρεντίας: η ξενόφοβη Λέγκα έγινε την Κυριακή το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα (17,4%), μπροστά από τη Φόρτσα Ιτάλια (14%), πίσω από τους λαϊκιστές του Γκρίλο (32,6%) και το καταποντισμένο πια Δημοκρατικό Κόμμα (19%). Λίγο αργότερα, μάλιστα, ο Ματέο Σαλβίνι δήλωσε πως είναι ο μοναδικός υποψήφιος πρωθυπουργός της δεξιάς συμμαχίας και πως δεν είναι διατεθειμένος να κάνει στην άκρη υπέρ κάποιου άλλου (λιγότερο ακραίου) υποψηφίου, που θα μπορούσε να συγκεντρώσει μεγαλύτερη στήριξη στο Κοινοβούλιο.
Τα τελευταία 25 χρόνια, η Ιταλία χρειάζεται μετεκλογικά κατά μέσο όρο 51 ημέρες προκειμένου να αποκτήσει κυβέρνηση. Αυτή τη φορά, κανείς δεν μπορεί να προδικάσει τις εξελίξεις. Ο ιταλός πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα είναι αυτός που θα πρέπει να αποφασίσει σε ποιον αρχηγό κόμματος θα εμπιστευτεί την αποστολή –όχι όμως προτού συγκληθεί το νέο Κοινοβούλιο, στις 23 Μαρτίου και εκλεγούν οι πρόεδροι και αντιπρόεδροι των δύο Σωμάτων. Η αβεβαιότητα είναι απόλυτη, άλλωστε οι εκλογές της Κυριακής σήμαναν το τέλος μιας ολόκληρης εποχής.
Η ώρα της «λαοκρατίας»
«Το φαινόμενο των νεολαϊκισμών δεν αφορά μόνο την Ιταλία. Αποτελεί μια βαθύτερη τάση που παρατηρεί κανείς σε όλες τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες και εκφράζει ένα αίσθημα ανασφάλειας και αποπροσανατολισμού των πολιτών. Τη βλέπουμε στην Ολλανδία, στην Αυστρία, στο Βέλγιο, αλλά και στη Γαλλία και στη Γερμανία. Δεν πρόκειται πλέον για μια κατηγορία της πολιτικής, όπως λέγαμε παλιά τα λαϊκιστικά κόμματα, αλλά για έναν βαθύ μετασχηματισμό των δημοκρατιών που προσαρμόζονται στην απόρριψη των ηγετικών τάξεων. Αυτός είναι ο λόγος που μιλάμε για «λαοκρατία»».
Ο ιταλός ερευνητής Ιλβο Ντιαμάντι έχει γράψει μαζί με τον γάλλο κοινωνιολόγο Μαρκ Λαζάρ ένα βιβλίο με αυτόν ακριβώς τον τίτλο: «Λαοκρατία» (Popolocrazia). Η δυσφορία και το μίσος, τονίζει σε συνέντευξή στη γαλλική «Λιμπερασιόν», εκφράζονται κατά των ελίτ εν γένει, όχι μόνο κατά των πολιτικών ελίτ. Και οι παραδοσιακοί πολιτικοί σχηματισμοί πλήττονται από τους νεολαϊκισμούς επειδή οι τελευταίοι δρουν στο εκλογικό τους πεδίο. Από την άποψη αυτή, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας θα δυσκολευτεί πολύ να αντισταθεί στις πιέσεις του AfD. Οσο για την Ιταλία, αποτελεί ένα εργαστήρι. Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων κατόρθωσε εδώ να εκφράσει την κοινωνική δυσαρέσκεια και την οργή των αποκλεισμένων επειδή είναι ένα κόμμα χωρίς πολιτική κληρονομιά. Ενα κόμμα που χρησιμοποιεί τα θέματα της άμεσης δημοκρατίας, της διαφάνειας και της προσφυγής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η δυναμική των λαϊκιστών δεν θα σταματήσει σε αυτές τις εκλογές, σημειώνει από την πλευρά του ο Μαρκ Λαζάρ στην ιταλική «Ρεπούμπλικα». Η παρουσία τους και η δύναμή τους θα αλλάξουν τα ίδια τα θεμέλια των δημοκρατιών μας γιατί επιβάλλουν στην πολιτική ατζέντα τα θέματά τους, το στυλ τους, τον δικό τους τρόπο άσκησης πολιτικής και την ιδέα ότι ο κυρίαρχος λαός είναι παντοδύναμος. Πέρα από τη λαοκρατία όμως, υπάρχει και το ζήτημα της αδυναμίας της Αριστεράς να προσφέρει μια εναλλακτική πολιτική πρόταση, καθώς δεν έχει πια επαφή με τα λαϊκά στρώματα.