Νάρκη στα θεμέλια του νόμου Κατρούγκαλου, με τον οποίο ψαλιδίστηκαν οι συντάξεις δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, αποτελεί η χθεσινή απόφαση του Μισθοδικείου για τις περικοπές των λειτουργών της Θέμιδας.

Ο νέος πονοκέφαλος για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ήρθε με την απόφαση του Μισθοδικείου, με βάση την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι περικοπές στις συντάξεις των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, επαναφέροντας τον πήχη των αποδοχών των λειτουργών της Θέμιδας στα επίπεδα του έτους 2012.

Δικαστικοί κύκλοι εκτιμούν ότι στο μονοπάτι που κινήθηκε το Μισθοδικείο, κρίνοντας αντισυνταγματικές τις περικοπές των συντάξεων των δικαστών, ενδεχομένως να κινηθεί και το Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώπιον του οποίου έχουν συζητηθεί ανάλογες προσφυγές που αφορούν τον νόμο Κατρούγκαλου και αναμένεται η κρίση των ανώτατων δικαστών.

Οι συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί που επέλεξαν να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη, θεσμό που και οι ίδιοι επί δεκαετίες υπηρέτησαν, προσκόμισαν συγκεκριμένα στοιχεία καταδεικνύοντας ότι οι περικοπές που έχουν υποστεί τα τελευταία χρόνια φτάνουν συνολικά στο 74%, ενώ μόνο αυτές που έγιναν κατ’ επιταγή του Νόμου 4387/2016 ανέρχονται σε ποσοστό περίπου 40%.

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα επικαλούνται τη μηνιαία σύνταξη των προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας, η οποία μειώθηκε μετά το μαχαίρι που μπήκε με διαδοχικούς μνημονιακούς νόμους και το καθαρό ποσό κυμαίνεται (ανάλογα με τα χρόνια προϋπηρεσίας) από 1.450 έως 1.675 ευρώ. Επιπλέον, υποστήριξαν ότι το όλο νομοθετικό πλέγμα (Νόμοι 4024/2011, 4051/2012, 4093/2012 και 4387/2016) που περιέκοψε τις συντάξεις τους είναι αντίθετο σε σειρά συγκεκριμένων συνταγματικών διατάξεων.

Το εννεαμελές Μισθοδικείο, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Μαίρη Σαρπ και εισηγήτρια τη σύμβουλο Επικρατείας Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, έκρινε κατά πλειοψηφία (7 υπέρ έναντι 2 κατά) ότι ο Νόμος 4093/2012 είναι αντίθετος σε πλέγμα συνταγματικών διατάξεων, επισημαίνοντας στο σκεπτικό τους ότι οι συνεχείς και αλλεπάλληλες μειώσεις των συντάξεων, εκτός από το προφανές, ότι επιφέρουν σοβαρές μειώσεις στο εισόδημά τους και ανατρέπουν τα οικονομικά δεδομένα, δεν συνάδουν με τις συνταγματικές εγγυήσεις για ένα επίπεδο διαβίωσης ανάλογο με των εν ενεργεία συναδέλφων τους.

Το Μισθοδικείο με τις αποφάσεις του δεν αποκλείει την επέμβαση του νομοθέτη για μείωση των συντάξεων λόγω επιτακτικής ανάγκης προς κάλυψη των οικονομικών αναγκών της χώρας και βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης, αλλά χαράσσει μια κόκκινη γραμμή τονίζοντας ότι η επέμβαση αυτή πρέπει να γίνεται υπό την προϋπόθεση ότι οι μειώσεις αυτές δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο και είναι πράγματι πρόσφορες για την αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος.

Επομένως, λόγοι αποκλειστικά οικονομικοί ή για επίτευξη δημοσιονομικών στόχων δεν μπορούν από μόνοι τους να δικαιολογήσουν περικοπές στις συντάξεις των δικαστικών, ιδιαίτερα μάλιστα στην περίπτωση εκείνη των αιφνίδιων, αλλεπάλληλων ή σοβαρών περικοπών που αποτρέπουν πράγματι το έως τότε ισχύον συνταξιοδοτικό καθεστώς.

Για τις μειώσεις που έγιναν με τον Νόμο 4093/2012, κατά το Μισθοδικείο, δεν προκύπτει μεταξύ άλλων ότι ελήφθησαν υπόψη το κύρος και η αποστολή του δικαστικού και η σημασία αυτού για την πραγμάτωση του κράτους δικαίου, καθώς και αν μετά τις νέες μειώσεις παραμένει η σχέση αναλογίας μεταξύ αποδοχών των εν ενεργεία και των συντάξεων, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, ώστε να διασφαλιστεί η αξιοπρεπής διαβίωση των συνταξιούχων.

Το Μισθοδικείο παραπέμπει όλες τις αποφάσεις στο Ελεγκτικό Συνέδριο για να καθορίσει τις αναδρομικές διαφορές που πρέπει να λάβουν οι δικαστές στις συντάξεις τους.