«Foxtrot»: Τι σημαίνει απώλεια; Σε ποιο βάθος μας ρίχνει, και τι συναντάμε εκεί, σε σχέση με την ανθρώπινη κατάσταση; Πώς την οικειοποιείται το σύστημα; Και γιατί να μην το κάνει, εφόσον το ίδιο την προκαλεί; Ο εβραϊκής καταγωγής Σάμιουελ Μάοζ δεν είναι κανένας τυχαίος: είναι ο σκηνοθέτης του εκπληκτικού «Lebanon» που έφυγε πριν από κάποια χρόνια από το Φεστιβάλ Βενετίας με το Χρυσό Λιοντάρι, το οποίο με τη σειρά του βασιζόταν (δίχως να το αναφέρει) στο θεατρικό «Nanawatai» του Μαστοσιμόν. Με άλλα λόγια, άνθρωπος που διαθέτει ένα ιδιαίτερα ανεπτυγμένο οπλοστάσιο ιδεών και επιρροών.
Η ιλαροτραγωδία του πένθους
Η ιλαροτραγωδία του πένθους
Κάτι που γίνεται ακόμα πιο έκδηλο στο «Foxtrot», που ξεκινά από μια τραγωδία: τον θάνατο του παιδιού του Μίκαελ και της Ντάφνα ενόσω υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Το υπουργείο Αμυνας οργανώνει την κηδεία με το δικό του αυστηρό χρονοδιάγραμμα, στρατιωτικοί φτάνουν στο σπίτι για να συλλυπηθούν και να προτείνουν πιθανές μεθόδους διαχείρισης, η μάνα πέφτει σε λήθαργο και ο πατέρας στέκεται βουβός απέναντι στον πόνο. Και ξαφνικά, πλάνα από τη στρατιωτική θητεία του γιου του κόβουν την αφήγηση στη μέση. Τι έχει συμβεί; Διαδραματίζονται στο παρελθόν ή στο «εδώ και τώρα»; Ζει το παιδί ή όχι;
Οι χιουμοριστικές στιγμές που προκύπτουν μέσα από αυτές τις διαδρομές έρχονται αναπάντεχα, λειτουργούν όμως καταλυτικά: υπογραμμίζουν όλο τον παραλογισμό μιας συνθήκης όπου ο τελευταίος υπολογίσιμος παράγοντας είναι ο ανθρώπινος. Και ταυτόχρονα, μια αναφορά στον χορό φόξτροτ, και τα βήματά του, που λειτουργεί ως κλειδί ανάγνωσης μιας ταινίας η οποία πατά σε ένα ιδιαίτερο μοντέλο αφήγησης. Και σ’ αυτό το τελευταίο τα χαλάμε λίγο με τον –όπως προανέφερα –ταλαντούχο Σάμιουελ Μάοζ: ναι, αυτή η αναφορά εξηγεί τις συνεχείς επαναλήψεις των σημειολογικών –και αισθητικών –μοτίβων, καθώς και τους κύκλους της αφήγησης. Αλλά παραμένουν… κύκλοι. Το καλλιτεχνικό άλλοθι δεν τους κάνει πιο ενδιαφέροντες! Και, προσέξτε, σε καμία περίπτωση δεν θέλω να μειώσω τη δύναμη αυτού του φιλμ, άλλωστε του δίνω και μια αρκετά υψηλή βαθμολογία. Ομως κάποια στιγμή θα πρέπει οι δημιουργοί να αναρωτηθούν κατά πόσο ένα θέμα επιδέχεται… χορογραφία ή όχι.
Βαθμοί: 7
Βιτριολικό!
«O θάνατος του Στάλιν»: Τη νύχτα της 2ας Μαρτίου του 1953, ο άνδρας που φοβάται ολόκληρο το ρωσικό έθνος πεθαίνει. Ο Ιωσήφ Στάλιν, ο στυγερός δικτάτορας και ανελέητος τύραννος, παθαίνει ένα τρομαχτικό εγκεφαλικό επεισόδιο και αφήνει τον μάταιο τούτο κόσμο, αλλά και την πολυπόθητη θέση του ως Γενικός Γραμματέας της ΕΣΣΔ. Ποιος θα τον διαδεχθεί; Και τι είναι διατεθειμένος να κάνει γι’ αυτό; Ο Αρμάντο Ιανούτσι, βλέπετε, μπορεί να είναι ιταλικής καταγωγής, είναι όμως γεννημένος στη Γλασκώβη και έτσι φτιάχνει μια ταινία φλεγματικού αλλά και σουρεαλιστικού χιούμορ που πατάει πολύ σε μια αγγλόφωνη (δεν θα πω βρετανική!) παράδοση που ξεκινά από τους Μόντι Πάιθον και φτάνει μέχρι τον Τομ Μπάσμαν (ποιος θυμάται το ξεκαρδιστικό «Ωχ, Αποκάλυψη!» που είχε σκίσει εδώ το 1986;). Επίσης όποιος επέλεξε τον Στιβ Μπουσέμι για τον ρόλο του Νικίτα Χρουστσόφ δεν μπορεί παρά να είναι ιδιοφυΐα.
Βαθμοί: 7
Ενδιαφέρον ντεμπούτο
«Αγκάθι»: Από τη μικρού μήκους «Euroman», ο Γαβριήλ Τζάφκας, Ελληνας που ζει και εργάζεται στη Δανία, είχε δώσει πολλές υποσχέσεις: Μια φιλμική γραφή κομψή, υποδόρια και ταυτόχρονα διεισδυτική που ήξερε τόσο τα όρια της φόρμας, όσο και το σημείο τομής της. Εδώ, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του (για κάποιο λόγο που δεν αντιλαμβάνομαι, βρέθηκε εκτός Διεθνούς Διαγωνιστικού στο περασμένο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), στήνει ένα ενδιαφέρον ψυχολογικό δράμα που ξεκινά από ένα νιόπαντρο ζευγάρι, τη Λίζα και τον Γιάκομπ, που αποφασίζουν να πάνε ταξίδι του μέλιτος στην επαρχία της Δανίας. Ο Γιάκομπ, όμως, δεν γνωρίζει τον προορισμό τους, καθώς η Λίζα έκανε όλες τις προετοιμασίες μυστικά. Ολα συμβαίνουν σύμφωνα με το σχέδιό της, μέχρι που η ίδια συνειδητοποιεί ότι αυτό βλάπτει την αγάπη τους και η πίστη τους μετατρέπεται σε φόβο. Προκύπτουν και άλλες εκπλήξεις βεβαίως, αν και πιστεύω πως με ένα πιο πυκνό σενάριο θα μιλούσαμε για διαμάντι πρώτου μεγέθους. Ο Τζάφκας είναι σίγουρα μάστορας της ατμόσφαιρας: Ονειρική στην αρχή, προοδευτικά σκοτεινή στη συνέχεια (στιβαρό χέρι με άλλα λόγια). Και έχει ακόμα πολλά να δώσει.
Βαθμοί: 6
Καλή αφετηρία
«Do it yourself»: Ολες οι προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας για αστυνομική περιπέτεια ή θρίλερ σκόνταφταν ή στον απαραίτητα χαμηλό προϋπολογισμό ή στα κακά σενάρια. Ο Δημήτρης Τσιλιφώνης όμως είναι αρκετά ξύπνιος για να χρησιμοποιήσει τις ούτως ή άλλως low-budget εγχώριες συνθήκες ως ατού που υποστηρίζεται σεναριακά. Εδώ, ένας μικροαπατεώνας, συμφωνεί να πρωταγωνιστήσει σε ένα viral βίντεο, που έχει σκοπό να αποκαταστήσει τη δημόσια εικόνα ενός παράνομου επιχειρηματία, μέχρι που συνειδητοποιεί πως οι συνεργοί του πρόκειται να τον σκοτώσουν. Από ρυθμό και σαρδόνιο κυνισμό, όλα μια χαρά. Αν υπήρχαν και ερμηνείες πιστές στο είδος που η ταινία προσπαθεί να υπηρετήσει, τότε το «DIY» θα ήταν κάτι παραπάνω από μια αξιόλογη απόπειρα (αν και ξεχωρίζουν οι Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Μάκης Παπαδημητρίου και Θέμης Πάνου).
Βαθμοί: 5
Σχεδόν απαράδεκτο!
«Mom and Dad»: Τόσες και τόσες ταινίες τρόμου έχουν γυριστεί με παιδιά – φονιάδες, ήρθε η ώρα να πάρουν και οι γονείς την κινηματογραφική τους εκδίκηση! Εδώ, μια αγνώστου προελεύσεως μαζική υστερία οδηγεί όλους τους γονείς σε δολοφονικό αμόκ με αποδεκτες τα παιδιά τους. Ο Νίκολας Κέιτζ έχει πλάκα. Αλλά, στ’ αλήθεια, είχα χρόνια να δω κάτι τόσο προχειροστημένο, τόσο σαθρό και χοντροκομμένο. Ούτε ως καλαμπούρι δουλεύει, ούτε ως ταινία τρόμου. Υπό κανονικές συνθήκες θα το βλέπαμε μόνο στο βίντεο.
Βαθμοί: 2
Προβάλλονται επίσης
Στο ριμέικ του «Death Wish» ο Μπρους Γουίλις παίρνει τον ρόλο που έκανε διάσημο τον Τσαρλς Μπρόνσον, ενώ στο «Παιχνίδι του δολοφόνου» ο Αλ Πατσίνο αναζητά σειριακό φονιά που παίζει μαζί του… τρίλιζα. Οι κριτικοί των ΗΠΑ μίλησαν και για τα δύο με τα χειρότερα λόγια.