Κάποτε, όλα αυτά θα ήταν μαγκιά. Το πορτρέτο του Αρη Βελουχιώτη στο γραφείο και τα ονόματα των καπεταναίων στις σήραγγες των εθνικών οδών, το τσιγάρο στον κλειστό χώρο και η δυσανεξία απέναντι στους κανόνες. Κάποτε. Αλλά τώρα η επανάσταση, αυτή η ίδια επανάσταση που κάνουν σήμερα οι συριζαίοι, έχει συντελεσθεί εδώ και μια τριακονταετία. Το τσιγάρο του Σπίρτζη είναι μια ξαναζεσταμένη σούπα εκείνης της εποχής που τσιγάρα άναβαν παντού και αδιακρίτως. Ο Βελουχιώτης έγινε τότε εικόνισμα, δεν χρειάζεται να τον κρεμάσει σήμερα ο υπουργός στον τοίχο του.
Ολη η επανάσταση έγινε τότε. Το μόνο που μπορεί να κάνει σήμερα κανείς είναι να την αξιολογήσει. Να σκεφτεί εάν έγινε με όρους πλιάτσικου ή εάν δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, εάν ήταν η υποχρεωτική πράξη χειραφέτησης μιας κοινωνίας καταπιεσμένης από το μετεμφυλιακό κράτος και τη δικτατορία, ένα ξέσπασμα κατά μιας ασφυκτικής συντήρησης. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει είναι να την επαναλάβει. Να αναμασήσει τα ίδια υλικά όπως θα δάγκωνε τη γόπα ενός τσιγάρου σε ένα καπνισμένο γραφείο.
Είναι ο λόγος για τον οποίο ο Δημήτρης Παπαστεργίου ένιωσε «πραγματικά μαλάκας». Γιατί στη δική του επανάσταση, σε αυτή τη νέα φάση της χειραφέτησης, ο καπνός του Σπίρτζη και του Πολάκη είναι μια αντεπανάσταση. Είναι η συντήρηση που επιμένει να ζει με εικονίσματα ηρώων και τους όρους μιας μαγκιάς ιδιοτελούς, ενός κουτσαβακισμού εχθροπαθούς και διχαστικού. Ο Σπίρτζης και ο Πολάκης δεν τραβάνε τη ρουφηξιά διαφορετικά απ’ ό,τι την τραβούσε κάποτε η Μελίνα. Μόνο που αυτοί σου φυσάνε τον καπνό κατευθείαν πάνω στη μούρη.