Αρκεί να διαβάσεις τα βιβλία του Βασίλη Βασιλικού για να καταδυθείς στη νεότερη ελληνική Ιστορία, ακόμη και στις λοξές της όψεις. Ο διεθνής συγγραφέας, που επέβαλε τη συγγραφή ως επάγγελμα στη χώρα μας, έχει γράψει σχεδόν για τα πάντα. Γιατί Βασιλικός, των 100+ βιβλίων, δεν είναι μόνον αυτός του «Ζ» και της υπόθεσης Λαμπράκη που τον παρότρυνε ο μέντοράς του Μίμης Δεσποτίδης να ασχοληθεί. Δεν είναι μόνον ο πολυμεταφρασμένος δημόσιος διανοούμενος που έζησε για χρόνια έξω και σε μια σειρά χωρών. Είναι και ένας χρονικογράφος των νεότερων χρόνων αφού δεν δίστασε να γράψει για τα καμάκια, τον Κοσκωτά, τον Καζαντζίδη, τη Θάσο, τη Μεταπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ ή τη Δεξιά. Ακούραστος σήμερα, ετοιμάζει εκπομπές, γράφει ενώ επανεκδίδει το χαμένο χειρόγραφο του πρώτου του βιβλίου (το έγραψε 15 ετών!) και εμείς έχουμε στα χέρια μας την οριστική έκδοση του Γλαύκου Θρασάκη, ενός κομβικού για τη λογοτεχνία πολυεπίπεδου κατορθώματος. Ο συγγραφέας κάνει ένα μικρό διάλειμμα και αφηγείται, θυμάται, σχολιάζει, αποκαλύπτει.

Επανεκδίδεται το βιβλίο «Σιλό». Πότε το πρωτογράψατε και πώς θυμάστε τον εαυτό σας; Νόμιζα πως είχατε πρωτομπεί στην συγγραφή με τον Ιάσονα.
Εκδοτικά, ναι. Εχετε δίκιο. Είχα πρωτομπεί στη συγγραφή με τη «Διήγηση του Ιάσονα» το 1953 με μια αυτοέκδοση 500 αντιτύπων στη Θεσσαλονίκη. Η νουβέλα μου αυτή πλειοψήφησε, χωρίς τελικά να της απονεμηθεί το «Βραβείο των 12» –το μόνο λογοτεχνικό βραβείο της εποχής. Ομως είχα γράψει προηγουμένως «Τα σιλό», το 1949, σε ηλικία μόλις 15 ετών και χαίρομαι πολύ που θα κυκλοφορήσει αυτόν τον μήνα από
τις εκδόσεις Gutenberg με επιμέλεια και ένα θαυμάσιο επίμετρο του επίκουρου καθηγητή στο ΕΚΠΑ Θανάση Αγάθου. Είναι το μόνο μυθιστόρημα, αν δεν γελιέμαι, που γράφτηκε για τη βάρβαρη βουλγαρική κατοχή στην πόλη όπου γεννήθηκα, την Καβάλα. Είναι το πρώτο μου γραπτό που όμως δεν το θεωρώ πρωτόλειο. Η γλώσσα του είναι η δημοτική της εποχής εκείνης που ο επιμελητής την κράτησε ακέρια με δύο μόνο ρήματα με υποσημείωση που παραμένουν ωστόσο στο κείμενο ως έχουν. Ετσι δεν «επισκιάστηκε» για την ακρίβεια, αλλά γεννήθηκε στη σκιά. Κι όπως αναφερθήκατε στο «Ζ», είδα την οπερατική του μορφή στην πρεμιέρα και ενθουσιάστηκα. Ολοι, συνθέτης (Μηνάς Μπορμπουδάκης), λιμπρετίστας (Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης), σκηνοθέτις (Κατερίνα Ευαγγελάτου) και οι λοιποί συντελεστές καθώς και οι μονωδοί και οι ηθοποιοί έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, σε ένα έργο δύσκολο να διασκευαστεί στην οπερατική του μορφή. Η πρόταση μου είχε γίνει προ τριετίας από τον τότε καλλιτεχνικό διευθυντή της Λυρικής Μύρωνα Μιχαηλίδη –η εξάχρονη θητεία του είχε απογειώσει την ΕΛΣ μέσω του τότε επικεφαλής της Πειραματικής Σκηνής, του συνθέτη Γιώργου Κουμεντάκη. Τελικά στάθηκα τυχερός στις μεταμορφώσεις του «Ζ»: κινηματογράφος (Κώστας Γαβράς), θέατρο (Εφη Θεοδώρου), όπερα (Μπορμπουδάκης). Δεν μένει παρά ένας εικαστικός (π.χ. ο Γιάννης Ψυχοπαίδης) να το «ντύσει» με το ταλέντο του για να συμπληρωθεί το… «κουαρτέτο των τεχνών».

Επειδή μιλάμε για το «Ζ», έχει αξία να θυμηθούμε πως σας παρότρυνε ο Μίμης Δεσποτίδης να ασχοληθείτε με την υπόθεση Λαμπράκη. Πώς αλήθεια το γράψατε τότε και μετά πώς έγινε ταινία;
Ωραία ερώτηση. Θα σας απαντήσω: το έγκλημα έγινε 200 μέτρα απόσταση από το πατρικό μου σπίτι στη Θεσσαλονίκη. Γνώριζα την περιοχή και μερικές φάτσες μικροπωλητών της Στοάς Μοδιάνο, που τους αναγνώρισα στις φωτογραφίες των εφημερίδων ως «τραμπούκους» («αγανακτισμένους πολίτες» κατά την έκφραση εκείνης της εποχής). Κι ο φίλος μου και πολιτικός μου ινστρούχτορας τότε Δημήτρης Δεσποτίδης είχε ιδρύσει με τον Θόδωρο Μαλικιώση το εκδοτικό Θεμέλιο. Μου έφερε επιπλέον σε φωτοτυπία 30 κούτες με το προανακριτικό υλικό (ποτέ δεν τον ρώτησα πώς το απέκτησε κι ούτε εκείνος ποτέ μου το είπε). Ετσι πανέτοιμος να το γράψω δεν μπορούσα να βρω την αρχή. Ανάμεσα στις καταθέσεις των μαρτύρων υπήρχε και μία που με ιντριγκάρισε: η περίπτωση να δολοφονηθεί ο Λαμπράκης από παρακείμενη ταράτσα, καθώς θα έβγαινε από τη Λέσχη Εμποροϋπαλλήλων όπου μιλούσε, με ένα όπλο με τηλεφακό (πρωθύστερη κατά ένα εξάμηνο του τρόπου που δολοφονήθηκε ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι στο Ντάλας του Τέξας). Οι δικοί μας, προφανώς ως υπανάπτυκτοι, προτίμησαν το πρωτόγονο τρίκυκλο. Πήρε τρία χρόνια ώσπου να το γράψω. Και τελικά, όταν μου ήρθε η πρώτη φράση του βιβλίου, το έγραψα σε τρεις μήνες. Εκδόθηκε από το Θεμέλιο τον Νοέμβριο του 1966. Κι ο Γαβράς το διάβασε στο αεροπλάνο (του το είχε χαρίσει ο αδελφός του ο Αποστόλης που συνυπηρετήσαμε στον Στρατό) καθώς επέστρεφε στο Παρίσι από την Αθήνα στις 15 Απριλίου του 1967 –είχε έρθει για να επισκεφθεί τους γονείς του κατά τις διακοπές του καθολικού Πάσχα. Και μετά τις 21 του Απρίλη αποφάσισε να το γυρίσει ταινία, απορρίπτοντας την προηγούμενη πρόταση που είχε σχεδόν δεχτεί για τον «Νονό» με τον Μάρλον Μπράντο.

Κύριε Βασιλικέ, η νεότερη έρευνα και μαρτυρίες δεν οριοθετούν στα πρόσωπα των Κοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη τους ενόχους της τότε δολοφονίας αλλά φτάνουν και ψηλότερα, σε πολιτικές και υπηρεσιακές ευθύνες. Τι λέτε; Εχω στον νου μου το βιβλίο του τότε πρωτοδίκη Βασίλη Λαμπρίδη.
Πράγματι, το βιβλίο του τότε πρωτοδίκη Βασίλη Λαμπρίδη φέρνει πολλά καινούργια στοιχεία, όμως δεν λέει κι αυτός το όνομα εκείνου που χτύπησε με σιδερολοστό τον Γρηγόρη Λαμπράκη. Μου έλεγε προ ολίγων ετών ο συνάδελφός σας και διευθυντής της εφημερίδας «Μακεδονία» Δημήτρης Γουσίδης (που δεν είναι πια μαζί μας) σε ένα δρώμενο που σκηνοθέτησε ο Σωτήρης Χατζάκης, τότε διευθυντής του ΚΘΒΕ, στη διασταύρωση Ερμού και Βενιζέλου, μπροστά από τη Λέσχη Εμποροϋπαλλήλων, ότι ο πραγματικός δολοφόνος του Λαμπράκη ζει κάπου στην Πελοπόννησο. «Και το όνομα αυτού;» τον ρώτησα. –«Δεν μπορώ να σου το πω ακόμα». Περίμενα να το μάθω από το βιβλίο του Λαμπρίδη. Αλλά κι αυτός το αποσιώπησε. Τέλος πάντων. Οποιος κι αν είναι η εντολή ήρθε από τη Φρειδερίκη. Ο Γαβράς το υπαινίσσεται σαφώς στην ταινία. Λέει «Palais» (Παλάτι). Αλλά «Palais» στα γαλλικά είναι και Δικαστήριο. Οπότε επιστρέφω στο βιβλίο του Χρήστου Σαρτζετάκη «Επιτελών το καθήκον μου» (που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε δύο τόμους από τις εκδόσεις Κέρκυρα) όπου ο τότε άκαμπτος ανακριτής της υπόθεσης Λαμπράκη μάς δίνει τα μόνα αυθεντικά κι ολοκληρωμένα στοιχεία για τη δολοφονία αυτή που συντάραξε το πανελλήνιο.

Σήμερα υπάρχει παρακράτος;
Βεβαίως και υπάρχει. Με τη διαφορά είναι τώρα εντός Βουλής. Τότε ήταν εκτός. Γι’ αυτό και λεγόταν παρα-κράτος. Τώρα είναι εντός του κράτους.

Μου είχατε πει μια ιστορία, πώς κάποτε χαθήκατε με το αυτοκίνητο στη Θεσσαλονίκη και κατά τύχη ζητήσατε βοήθεια από έναν περαστικό, που ήταν ο Κοτζαμάνης. Θέλετε να μας την πείτε πάλι;
Α, ναι. Πήγαινα στις Σαράντα Εκκλησιές να επισκεφτώ μια παλιά μου συμφοιτήτρια στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης. Ηταν στην πρώτη Μεταπολίτευση κι εγώ έλειπα από τη χώρα μου οκτώ ολόκληρα χρόνια.
Καθώς οδηγούσα βρέθηκα σε μια Τούμπα που δεν αναγνώριζα πια. Σε μια διασταύρωση δεν ήξερα ποιο δρόμο να πάρω. Εκεί ήταν και ένα καφενείο. Κατέβασα το τζάμι και ρώτησα από κάποια απόσταση πώς πάμε στις 40 Εκκλησιές. Ενας κύριος σηκώθηκε και με πλησίασε. Μου έδειξε τον δρόμο και πού πρέπει να στρίψω. Τον ευχαρίστησα και ξεκίνησα. Δεν είχα προχωρήσει ούτε δέκα μέτρα όταν άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον…Κοτζαμάνη. «Αυτός ήταν. Αυτός πρέπει να ήταν». (Το διασταύρωσα αργότερα από τον Γουσίδη.) Σύχναζε εκεί. Ευτυχώς δεν με ξέραν τότε φατσικά. Δεν είχα βγει ποτέ στην τηλεόραση. Αλλά να σου πω και κάτι; Το θυμήθηκα βλέποντας το «Ζ» στην όπερα. Ο Κοτζαμάνης ό,τι έκανε το έκανε γιατί ήθελε να ξοφλήσει το τρίκυκλό του. Κι η άνωθεν εντολή δεν ήταν να τον δολοφονήσουν. Ηταν το «στραπατσάρισμα.» Η πρώην της ναζιστικής νεολαίας μητέρα – βασίλισσα ήξερε ότι το χειρότερο για έναν ομορφάντρα, γιατρό, πανεπιστημιακό υφηγητή που εισήγαγε την Ενδοκρινολογία στη χώρα μας και επιπλέον πρωταθλητή και βαλκανιονίκη, δεν ήταν ο φόνος. Το ζητούμενο ήταν η εφ’ όρου ζωής αναπηρία. Το καροτσάκι δηλαδή. Και τώρα από το βιβλίο του Λαμπρίδη κι από άλλες μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι ούτε από το χτύπημα του τρίκυκλου σκοτώθηκε ούτε από το κλομπ του Εμμανουηλίδη. Ο άνθρωπος με τον σιδερολοστό που τον χτύπησε κατακέφαλα κρυβόταν στο πεζοδρόμιο. Κι ακόμα να μάθουμε το όνομα αυτού. Πέραν του ότι καταγόταν από το Κιλκίς. Πατρίδα και του βουλευτή της ΕΡΕ Παπαδόπουλου, ο οποίος είχε γρονθοκοπήσει τον Λαμπράκη στη Βουλή μια εβδομάδα πριν από τη άνανδρη δολοφονία του.

Από την άλλη, ταυτόχρονα με τα «Σιλό», επανεξέδωσε ο Τόπος τον «Γλαύκο Θρασάκη», το πιο αγαπημένο σας νομίζω βιο-μυθιστόρημα. Τι είναι ο Γλαύκος Θρασάκης αλήθεια;
Βλέπω ότι αλλάξατε θέμα, ευτυχώς. Πάμε τώρα στην καθαρή λογοτεχνία. Ο «Γλαύκος Θρασάκης» δεν είναι το «αγαπημένο» βιβλίο μου. Οι συγγραφείς γενικά αγαπούν τα βιβλία τους που δεν βρήκαν τον δρόμο για τους αναγνώστες. Κι από αυτή σκοπιά μόνο μπορεί να είναι το «αγαπημένο» μου. Και δεν τον βρήκε γιατί δεν μπορούσε να τον βρει την εποχή που πρωτοεξεδόθη. (1976). Τώρα όμως που έγινε της μόδας η μετανεωτερική γραφή και όλα τα παρακλάδια της «υπερκείμενο», «διακειμενικότητα» κ.τ.λ., μπορεί να βρεθούν και καμιά διακοσαριά νεότεροι συγγραφείς που θα θελήσουν να τον διαβάσουν. Είναι βιβλίο κυρίως γι’ αυτούς που γράφουν ή θέλουν να γράψουν. Τους πραγματικούς αναγνώστες ίσως τους βρει, αν ακόμα οι άνθρωποι γνωρίζουν το έντυπο, ίσως τους βρει, μετά το… 2040.

Παίζετε με την ταυτότητά σας (μπορεί να είστε και ο Γλαύκος Θρασάκης;), έχετε μια ιδιότητα να επανεκκινείστε, αλλάξατε πατρίδες για χρόνια, μετακινηθήκατε πολύ. Σε μια εποχή όπως η σημερινή, τι νόημα και τι περιεχόμενο δίνετε στα σύνορα;
Το περιεχόμενο που έχει ο φράχτης σε ένα οικόπεδο. Καλύτερα το λέει ο Ρεζίς Ντεμπρέ στο ομώνυμο βιβλίο του που έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά, και που μόνο δύο ασχολήθηκαν με αυτό: ο Σταύρος Ζουμπουλάκης κι ο Κώστας Καλφόπουλος.

Πολλά παιδιά σήμερα φεύγουν έξω για δουλειά, εσείς ζήσατε έξω, δεν έχω διευκρινίσει μέσα μου αν φεύγατε για τον ίδιο λόγο όλες τις φορές που φεύγατε για ΗΠΑ, Ρώμη, Παρίσι…
Εγώ έφυγα γιατί δεν μπορούσα να ζήσω στον τόπο μου σαν γραφιάς. Και με πέτυχε στο εξωτερικό η δικτατορία όπου και παρέμεινα μετά την πτώση της, επειδή είχα ξεμάθει να ζω στην πατρίδα μου. Ομως σαν συγγραφέας ποτέ δεν έγραψα σε άλλη γλώσσα ή για άλλη χώρα. Σήμερα φεύγουν οι νέοι άνθρωποι για τον ίδιο λόγο. Δεν μπορούν να επιβιώσουν στον τόπο τους λόγω της καθίζησης που έφερε η παρατεταμένη κι αδιέξοδη κρίση. Τα πτυχία που απέκτησαν γίναν ψιχία για ό,τι με τόσο κόπο και έξοδα σπουδάσαν.

Στην Ρώμη γράφατε πιο εύκολα, αλλά νιώθω πως δεν πολυμιλάτε για την ζωή σας εκεί…
Για την Ιταλία και τη Ρώμη ειδικότερα έχει γραφεί μια υπέροχη «διατριβή», θα την έλεγα, του πανεπιστημιακού καθηγητή στο Καποδιστριακό Γεράσιμου Ζώρα. Εμαθα κι εγώ πολλά που δεν ήξερα από αυτήν την μελέτη.

Συνδεθήκατε και γνωρίσατε μεγάλα πρόσωπα. Συγγραφείς, πολιτικούς, διανοητές έξω. Ειλικρινά, ποιον κρατάτε μέσα σας και γιατί;
Εχω γράψει ένα βιβλίο που απαντά στην ερώτησή σας. Τα «290 πρόσωπα» από τις εκδόσεις (που δεν υπάρχουν πια) Ελληνικά Γράμματα. Στο βιβλίο οι 287 καλύπτουν το ίδιο χώρο ενός «επιστολικού δελταρίου», μάξιμουμ. Στους τρεις που υπολείπονται αφιερώνω τρεις σελίδες στον καθένα. Και μάλλον είναι αυτοί που απαντούν στο ερώτημά σας: ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, Ελία Κανέτι και ο Γκέοργκ Λούκατς.
Σχεδόν επιβάλατε το επάγγελμα του συγγραφέα. Πώς θυμάστε το πρώτο σας βιβλίο, και αλήθεια γιατί γράφετε;
Δεν το επέβαλα, το πρότεινα. Γράφω γιατί τα Αγραφα είναι βουνά κι εγώ αγαπώ τους κάμπους.

Φτάσαμε στην ερώτηση νούμερο δεκατρία. Ζήσατε τη νεότερη Ιστορία; Ή αυτή πέρασε και περνάει μέσα από τα εκατοντάδες βιβλία σας; (αλήθεια πόσα ακριβώς;). Τι θυμάστε πιο έντονα, τον τερματοφύλακα του Ηρακλή που φάγανε οι αντάρτες ή το ταραχώδες ’65;
Αυτό είναι γρουσούζικο νούμερο για μένα, και προληπτικός καθώς είμαι, δεν σας απαντώ.

«Φώτης Κουβέλης, ο «άγιος» της ελληνικής πολιτικής»

Γράψατε κάποτε για τον Καζαντζίδη και βρήκατε τον μπελά σας. Τι έγινε ακριβώς και πώς συνδυάζατε το να κάνετε παρέα με τον Στέλιο και διαφόρους διανοούμενους έξω ή μέσα;

Με τη συντροφιά του Στέλιου γνώρισα την «άλλη Ελλάδα» και τον ευγνωμονώ γι’ αυτό. Σύντομα θα κυκλοφορήσει στη σειρά «Βίοι Αγίων» των εκδόσεων Ηλέκτρα το βιβλίο μου «Στυλιανού Καζαντζίδη το ανάγνωσμα». (Πρώην «Υπάρχω»)

Φώτης Κουβέλης. Συνεργαστήκατε, τον εκτιμάτε. Τι λέτε για την υπουργοποίησή του;
Ο Φώτης Κουβέλης είναι ο «άγιος» της ελληνικής πολιτικής.

ΣΥΡΙΖΑ. Μας κυβερνάει η Αριστερά ή μια μεταμελημένη εκδοχή της που συνυπάρχει με τον Καμμένο;
Εκείνο που διαολίζει είναι η a priori κάθετη απόρριψη από τα ΜΜΕ καθετί που κάνει η παρούσα κυβέρνηση. Μα καθετί. Ούτε το παραμικρό. Εγώ τουλάχιστον έχω και μια καλή κουβέντα να πω: την κοινωνική της ευαισθησία.

Ακροδεξιά. Ανεβαίνει παντού στην Ευρώπη. Ποιος ευθύνεται;
Το ευρώ ως νόμισμα λόγω της ισοτιμίας του με τα πρώην εθνικά νομίσματα ήταν ένα τεράστιο λάθος. Του λάθους αυτού μόνο η Γερμανία γλίτωσε. Ενα ευρώ ίσον δύο μάρκα. Και γι’ αυτό ευδοκιμεί.