Το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το οποίο ολοκληρώνεται αύριο με την απονομή των βραβείων, γιορτάζει τα 20 του χρόνια και το πρόγραμμα δεν αφήνει καμία αμφιβολία για όσα σημαίνει μια τέτοια «ενηλικίωση». Κοιτάξτε μόνο τις ενότητές του: «Καλειδοσκόπιο», «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος», «Ανθρώπινα δικαιώματα», «Μνήμη / Ιστορία», «Περιβάλλον», «Food Vs food», «To ’68 πέρα από το ’68»… Τι έχει μείνει απέξω; Τίποτα, και αυτό από μόνο του έχει δημιουργήσει έναν ισχυρό πυρήνα θεατών που έχει οδηγήσει τη διοργάνωση σε μια αξιοζήλευτη θέση, όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και στη Νότια Ευρώπη. Γίνεται σκληρή δουλειά εδώ, και αυτό είναι φανερό. Στις στάσεις των λεωφορείων και στους δρόμους της πόλης, οι αφίσες του Φεστιβάλ φέρουν ευφάνταστα ερωτήματα, που σε πρώτη ανάγνωση δεν έχουν σχέση με τη θεματολογία του προγράμματος: «Σε σόκαρε;» ή «Θα μπορούσε να συμβεί;». Ο κόσμος κοιτάζει, λίγο ψαρωμένος αλλά και λίγο απορημένος. Σκοπός του Φεστιβάλ βέβαια είναι και η εκπαίδευση, τρόπον τινά, ενός κοινού (και αναφέρομαι στο κοινό της πόλης, όχι στους κινηματογραφόφιλους που ούτως ή άλλως θα δήλωναν «παρών»), το οποίο ίσως αποτελέσει και μια καλή «μαγιά» για τα χρόνια που θα έρθουν. Αλλωστε, οι ταινίες τεκμηρίωσης δεν απευθύνονται στους σινεφίλ αλλά σε όλο τον κόσμο, σωστά; Δεν είμαι όμως βέβαιος πως τούτη η απεύθυνση είναι στα μέτρα τόσο του κοινού όσο και του μηνύματος που εμπεριέχει. Και με αυτή την παρατήρηση… τελείωσα με τα αρνητικά. Γιατί σε κάθε ταινία σε περιμένει και από μία έκπληξη.
Λογοκρισία στο facebook
Πάρτε για παράδειγμα τους «Ψηφιακούς καθαριστές» του Χανς Μπλοκ, γερμανικής παραγωγής. Οπου «ψηφιακοί καθαριστές», οι άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι… καθαριότητας στο facebook, στην Google, στο YouTube, εκείνοι δηλαδή που βλέπουν όλα τα φρικτά πράγματα που δεν πρέπει να δείτε εσείς, αλλά και εκείνοι που διά του ρόλου τους ενίοτε επιβάλλουν και μια αρτηριοσκληρωτική λογοκρισία που αναιρεί τον ίδιο τον χαρακτήρα του μέσου και του Διαδικτύου γενικότερα. Τι μαθαίνουμε; Πως οι περισσότεροι εξ αυτών προέρχονται από χώρες φτωχές, άνθρωποι που για να μην καταντήσουν ρακοσυλλέκτες βρέθηκαν σε μια θέση όπου έπρεπε να μάθουν πολλά για τις τέχνες αλλά και για το σεξ το ίδιο («βλέπω ανδρικά όργανα σε διάφορα μεγέθη και χρώματα στα όνειρά μου» λέει μια «καθαρίστρια» και τα μάγουλά της κοκκινίζουν), ούτως ώστε να αναπτύξουν το κριτήριό τους. Μαθαίνουμε επίσης πως υπάρχουν δημοσιογραφικές υπηρεσίες που αναλαμβάνουν να διασώσουν βίντεο που μέσα τους κρύβεται μια σημαντική είδηση, πριν κατέβουν από το YouTube. Και φυσικά δεν λείπει και η σκοτεινή φύση του επαγγέλματος. Ανοίγουν τα μάτια σου, που λένε.
Η βαθιά Αμερική
Ανατριχίλες προκάλεσε στην αίθουσα η προβολή του ντοκιμαντέρ «Ενας φόνος στο Μάνσφιλντ» από τις ΗΠΑ, όπου η βραβευμένη με δύο Οσκαρ Μπάρμπαρα Κοπλ («Harlan County, USA» το 1976 και «American dream» το 1991) ξανανοίγει τον φάκελο μιας υπόθεσης δολοφονίας που έγινε το 1989, εστιάζοντας αυτήν τη φορά στον σύζυγο του θύματος, που κρίθηκε ένοχος για τον φόνο, και στον γιο της, ο οποίος ήταν ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας στα μόλις 12 του χρόνια. Η συνάντησή τους στη φυλακή, κατά την οποία ο γιος θα ζητήσει απαντήσεις, σε γεμίζει πόνο, συγκίνηση και αγωνία. Τι μπορεί να διασωθεί από αυτήν τη σχέση; Γιατί ο γιος αναμφίβολα έχει ανάγκη από ένα «κλείσιμο», την ολοκλήρωση μιας επώδυνης διαδρομής, ούτως ώστε να καταφέρει να συνεχίσει τη ζωή του. Ο πατέρας άραγε έχει αυτό το δικαίωμα; Τι σημαίνει σωφρονισμός; Τι σημαίνει συγχώρεση;
Το Ρίο ντε Ζανέιρο της Κρανιώτη
Και τι να πει κανείς για το εκπληκτικό «Obscuro barocco» της Ευαγγελίας Κρανιώτη, που έρχεται στη Θεσσαλονίκη μετά τη διάκρισή του στο περασμένο Φεστιβάλ Βερολίνου; Εδώ, η σκηνοθέτρια, ξεκινώντας από την αφήγηση της τρανς Λουάνα Μουνίθ, μας μεταφέρει σε ένα Ρίο ντε Ζανέιρο που απέχει τόσο από την «τουριστική» Βραζιλία όσο και από τον σκληρό τόπο που έχει καταγραφεί σε τόσα ρεαλιστικά δράματα. Υπάρχει μαγεία εδώ, μια μαγεία όμως που προκύπτει από μια έκσταση αληθινή, σκοτεινή και χωματένια, ονειρική και αιμορραγούσα. Το Ρίο ντε Ζανέιρο δεν έχει ποτέ κινηματογραφηθεί με τέτοια διεισδυτική και άκρως εμπνευσμένη ματιά –και τα ερωτήματα που θέτει μένουν μαζί σου πολύ μετά τους τίτλους τέλους.
Παπάζογλου και Παπαγιώργης
Στον χώρο του ελληνικού ντοκιμαντέρ, κρατήσαμε τις όμορφες μαρτυρίες των φίλων και συνεργατών του Νίκου Παπάζογλου στο «Εγώ κι ο ίσκιος μου: ένα ντοκιμαντέρ για τον Νίκο Παπάζογλου» των Μιχάλη Αριστείδου και Ιωάννη Γρηγορόπουλου –αλλά μόνον αυτές. Οπως και να ‘χει, σε ένα τόσο πλούσιο πρόγραμμα είναι αναμενόμενο να συναντήσει κανείς και ταινίες που κερδίζουν πόντους από το θέμα τους, και όχι από την προσεγμένη γραφή τους. Στα ελληνικά ντοκιμαντέρ παρατηρείται συχνά το φαινόμενο των σκηνοθετών που τοποθετούν τον εαυτό τους μπροστά από την κάμερα, λες και το γεγονός είναι όχι η ταινία, αλλά οι ίδιοι που τη γύρισαν! Δεν είναι έτσι όμως. Η Ελένη Αλεξανδράκη, από την άλλη, έκανε μια υπέροχη δουλειά στο «Κωστής Παπαγιώργης, ο πιο γλυκός μισάνθρωπος», ένα κομψό, προσεγμένης αισθητικής πορτρέτο του σπουδαίου δοκιμιογράφου, με συνεντεύξεις ουσίας και μια τρυφεράδα εκ της οποίας αναδύεται μοναδικά η ξεχωριστή αυτή περίπτωση των ελληνικών γραμμάτων.