Είναι ο πρώτος ινδός αρχιτέκτονας που διακρίνεται με το Πρίτσκερ 2018, το «Οσκαρ Αρχιτεκτονικής». Υπήρξε συνεργάτης του Λε Κορμπιζιέ επιβλέποντας την κατασκευή των έργων του στην πόλη Κάντικαρ. Και πέτυχε καθολική αναγνώριση για την πρωτοποριακή του αρχιτεκτονική και την ανάμειξη διεθνών στοιχείων του μοντερνισμού με την τοπική αρχιτεκτονική παράδοση σε κατοικίες χαμηλού κόστους.
Η επιτροπή του αρχιτεκτονικού μεγαβραβείου επέλεξε τον 90χρονο Μπαλκρίσνα Ντόσι «για τη σοβαρή, λιτή αρχιτεκτονική του που δεν ακολουθεί τάσεις. Η δουλειά του διαθέτει μία βαθιά αίσθηση ευθύνης και επιθυμίας να προσφέρει στη χώρα του και στους ανθρώπους της μέσα από την υψηλή ποιότητα και αυθεντικότητα της αρχιτεκτονικής πρακτικής».
Ο Ντόσι υπήρξε ένας από τους πλέον επιδραστικούς αρχιτέκτονες στη χώρα του από την εποχή που η Ινδία κέρδισε την ανεξαρτησία της. «Φαίνεται ότι πήρα ένα όρκο και τον κράτησα στη ζωή μου: να προσφέρω στην κατώτατη τάξη αξιοπρεπείς κατοικίες» είχε πει το 1954. Γεννημένος στην Πούνε το 1927, σε μια οικογένεια που ασχολήθηκε με τη βιομηχανία επίπλων για δύο γενιές, σπούδασε αρχιτεκτονική στη Βομβάη πριν ταξιδέψει στο Παρίσι το 1951 για να εργαστεί στο γραφείο του Λε Κορμπιζιέ παρότι δε μιλούσε γαλλικά. Επέστρεψε στην Ινδία το 1954 για να επιβλέπει τα έργα του Λε Κορμπιζιέ στο Κάντικαρ και το Αχμενταμπάντ. Και στη δεκαετία του 1960 συνεργάστηκε στενά με τον αμερικανό αρχιτέκτονα Λούις Καν στο Ινδικό Ινστιτούτο Διοίκησης του Αχμενταμπάντ προσαρμόζοντας τις αρχές του μοντερνισμού στο τοπικό κλίμα και το περιβάλλον.
Στα δικά του έργα επιχείρησε να αποφύγει τα κενά ανάμεσα στα κτίρια και επέμεινε στην κατεύθυνση της «σφιχτής», πυκνής δόμησης των παραδοσιακών ινδικών πόλεων. Υποστήριξε μάλιστα στα κείμενά του την ανάγκη της αρχιτεκτονικής «να αντικατοπτρίζει τον κοινωνικό τρόπο ζωής και τις πνευματικές πεποιθήσεις», να αναφέρεται στα «σταθερά στοιχεία της ινδικής αρχιτεκτονικής, όπως η πλατεία του χωριού, το παζάρι, η αυλή».
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΚΤΙΡΙΑ. Τη δεκαετία του 1960 ίδρυσε τη δική του σχολή σχεδιασμού, τη Σχολή Αρχιτεκτονικής Αχμενταμπάντ, γνωστή σήμερα ως Πανεπιστήμιο Σεπ, όπου επί 50 χρόνια διηύθυνε το πρόγραμμα σπουδών. Οι ανοιχτές υπαίθριες αίθουσες διδασκαλίας εξέφραζαν την άποψή του για μάθηση εντός του περιβάλλοντος.
Το αρχιτεκτονικό του εργαστήριο, από την άλλη, ονομάστηκε «Σανγκάτ» (Sangath), που στα ινδικά σημαίνει «κινούμενος μαζί και συμμετέχοντας με τους άλλους», ο οποίος συνοψίζει όλη του τη θεωρία : τα κτίσματα είναι θαμμένα κατά το ήμισυ κάτω από το έδαφος για προστασία από τη ζέστη, τη σκόνη και τους μουσώνες, ενώ οι θόλοι από πήλινους σωλήνες επικαλυμμένους με τσιμέντο και σπασμένα λευκά πλακίδια για ηλιοπροστασία και αποταμίευση του βρόχινου νερού.
«Δουλεύω με τα υλικά, δουλεύω με το κλίμα, την τεχνολογία, ενίοτε και με το λάιφσταϊλ αλλά και με τα χαρακτηριστικά της κουλτούρας του τόπου μου. Ολα τα στοιχεία της φύσης δίνουν εικόνες που γίνονται οράματα και αυτά τα οράματα προσπαθώ να τα ερμηνεύσω μέσα στην αρχιτεκτονική μου», λέει ο Μπαλκρίσνα Ντόσι για τη φιλοσοφία του. Ξεχωριστά όμως για τη φύση, που έγινε ένα από τα πιο σημαντικά συστατικά της δουλειάς του. «Στη χώρα μου φύση είναι το χώμα, ο αέρας, το φως , αλλά και ο δυνατός ήλιος. Ολα αυτά τα στοιχεία τα χρησιμοποιώ για μία αειφόρο αρχιτεκτονική και στα κτίριά μου δεν υπάρχει κατάχρηση χώρου. Κάθε υλικό είναι ζωντανό απηχώντας ένα μήνυμα: πώς μπορείς να συνδεθείς εκτεταμένα με τον κόσμο με σκοπό να δημιουργήσεις, να εξελίξεις αυτό που θα ήθελες να έχεις στη ζωή σου».