Μετέωροι σε ένα έρημο τοπίο ο Βλαδίμηρος (Γιώργος Καύκας) κι ο Εστραγκόν (Κωνσταντίνος Χατζησάββας) μιλούν, σιωπούν και περιμένουν. Ο Γκοντό υποσχέθηκε πως θα έρθει. Προφανώς υπάρχει και δοκιμάζει την πίστη τους. Ή μήπως αδιαφορεί για αυτούς και τους έχει ξεχάσει; Yστερα από 40 χρόνια το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος παρουσιάζει αυτή την περίοδο την τραγικωμωδία του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό», σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΚΘΒΕ Γιάννη Αναστασάκη. Το εμβληματικό έργο κατατάχθηκε στο λεγόμενο θέατρο του παραλόγου, αν και η έννοια μάλλον έχει παρεξηγηθεί, όπως σημειώνουν οι δύο πρωταγωνιστές της παράστασης.

Ποιο είναι το κυρίαρχο συναίσθημα για έναν τόσο εμβληματικό ρόλο του παγκόσμιου ρεπερτορίου;

Γιώργος Καύκας: Αισθάνομαι τυχερός και ευγνώμων που μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία. Oσο για τον ρόλο, εγώ δεν είμαι τίποτα άλλο από μια κούκλα εγγαστρίμυθου. Ο κύριος Σάμιουελ Μπέκετ μου υπενθυμίζει το αναπότρεπτο: θα πρέπει να μάθω ότι ο ίδιος είμαι ένα παιχνίδι προορισμένο να σπάσει. Oμως αυτή η ευθραυστότητα είναι η δύναμή μου. Αυτό πιστεύω είναι το αισιόδοξο μήνυμα για τη ζωή.

Κωνσταντίνος Χατζησάββας: Κυριαρχεί η χαρά. Πιστεύω πως ο ηθοποιός δεν πρέπει να παγιδεύεται στο ειδικό βάρος που έχει στη συλλογική συνείδηση ένας ρόλος ή ένα έργο. Oσο πιο σπουδαίο είναι το έργο, η παρτιτούρα, τόσο πιο ευρείες είναι οι δυνατότητες να απολαύσεις το παιχνίδι, που είναι η δουλειά μας. Με εργατικότητα, πίστη και επιμονή.

Ποιο περιεχόμενο δίνετε στην έννοια του παραλόγου στον Μπέκετ;

Γ.Κ.: Oταν ορίζει κάποιος ως παράλογο ό,τι θεωρείται άγνωστο και δυσνόητο από το κυρίαρχο νοηματικό πλαίσιο, θα πρέπει πρώτα να αναρωτηθεί: “Μήπως αυτός που τον παρατηρεί μέσα από ένα άλλο πλαίσιο αδυνατεί εξίσου να τον κατανοήσει;”. Θα έλεγα ότι το παράλογο στον Μπέκετ είναι μια αναπότρεπτη λογική που μας αναγκάζει να υποταχθούμε συνειδητά στην ύπαρξη που μας δόθηκε χωρίς καμία εξήγηση. «Πού θα πήγαινα αν μπορούσα να πάω; Ποιος θα ήμουν αν μπορούσα να είμαι; Τι θα έλεγα αν είχα φωνή; Ποιος τα λέει αυτά λέγοντας ότι είμαι εγώ; Δώστε μια απάντηση απλή. Κάποιος να δώσει μια απάντηση απλή» –Σ. Μπέκετ.

Κ.Χ.: Oσο πιο συνοπτικά μπορώ, θα έλεγα ότι οι κατακερματισμένοι χαρακτήρες, η αινιγματική πλοκή, η παραληρηματική γλώσσα και οι χρονικές αυθαιρεσίες συνθέτουν το παράλογο του Μπέκετ. Αλλά ο χαρακτηρισμός παράλογο δεν σημαίνει έλλειψη λογικής. Είναι σαν σκόρπια κομμάτια ενός παζλ. Οι ήρωές του παίζουν με τις λέξεις, αναζητώντας τρόπους να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους.

Με ποιο κλειδί ξεκλειδώσατε τα στοιχείαπου βρήκατε στον ρόλο;

Γ.Κ.: Πολλές φορές ψάχνεις απεγνωσμένα κάτι που έχασες κι αφού κάνεις άνω κάτω το σπίτι, ανακαλύπτεις ότι αυτό ήταν εκεί μπροστά σου, απλά δεν το έβλεπες. Ο Μπέκετ δεν μιλάει στα έργα του για το παράλογο. Το παράλογο προκύπτει, υπάρχει εκεί και είναι η βαθύτερη ουσία της ζωής, δεν το κάνει θέμα. Οταν λοιπόν άρχισα να συνειδητοποιώ τον παραλογισμό στη δική μου ζωή, τότε αποκαλύφθηκαν πολλά στοιχεία του εαυτού μου στον ρόλο.

Κ.Χ.: Το κλειδί ήταν η συνειδητοποίηση που είχα κάποια στιγμή στη διάρκεια των προβών, ότι καλούμαι να είμαι απέριττος και να παίξω με το προσωπικό μου χιούμορ.

Κατά πόσο συνεχίζετε να είστε Εστραγκόν/ Βλαδίμηρος όταν κατεβαίνετε από τη σκηνή;

Γ.Κ.: Το θέατρο του παραλόγου το παίζουμε συχνά στην καθημερινότητά μας. Εχουμε δει αρκετές φάρσες «τραγικωμωδίες» στις κοινωνικές και στις προσωπικές μας σχέσεις, στην πολιτική. Οσο για μένα, ο Βλαδίμηρος υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει ως ένα βαθμό μέσα μου. Αναγνωρίζω δηλαδή και κατανοώ απόλυτα την υπαρξιακή αγωνία του, την αδυναμία του να διαχειριστεί κάποιες φορές τη σκληρή πραγματικότητα, τις συγκρούσεις μέσα του, την ανάγκη και τη χαρά να είναι απαραίτητος για έναν άλλο άνθρωπο, τη διαχείριση της μοναξιάς του, τις καθημερινές αυτές επαναλαμβανόμενες συζητήσεις με αγαπημένους ανθρώπους, τις εμμονές του, τον ψυχαναγκασμό του. Eκείνο, όμως, που μας ενώνει απόλυτα και που παύουμε να είμαστε δύο αλλά ένας είναι η ΟΥ-ΤΟΠΙΑ. Η σκηνή είναι και αυτή ένα παιχνίδι που με κάνει να νιώθω ότι υπάρχω πραγματικά.

Κ.Χ.: Οταν τελειώνει μια παράσταση, αφήνω τον χαρακτήρα που ενσαρκώνω να με περιμένει την επόμενη μέρα. Αυτό γίνεται κάπου μεταξύ της υπόκλισης και της επιστροφής στο καμαρίνι. Πάντως στοιχεία του χαρακτήρα που παίζουμε –όποιος κι αν είναι αυτός –έχουμε πάντα και στην πραγματική μας ζωή. Και όσο καιρό διαρκούν οι παραστάσεις ενός έργου τα στοιχεία αυτά τα έχω μαζεμένα σε ένα κουτάκι του μυαλού μου καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας.

INFO

«Περιμένοντας τον Γκοντό» στο Βασιλικό Θέατρο, πλ. Λευκού Πύργου, τηλ. 2315-200200. Με τους Γιώργο Καύκα, Κωνσταντίνο Χατζησάββα, Παναγιώτη Παπαϊωάννου, Θανάση Ραφτόπουλο