Μοιάζει ίσως εκτός επικαιρότητας (σε μια περίοδο που «τρέχουν» τα ελληνοτουρκικά, οι Εξεταστικές στη Βουλή, η σύλληψη των στρατιωτικών, οι ακροδεξιοί τρομοκράτες κ.λπ. κ.λπ.), αλλά δεν είναι. Αφορά τον κύριο Δημήτρη Παπαδημητρίου, πρόεδρο του Levy Economics Institute πλέον, και τη σύζυγό του κυρία Ράνια Αντωνοπούλου, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από την κυβέρνηση μετά την αποκάλυψη ότι εισέπρατταν, οι πάμπλουτοι, επίδομα ενοικίου, και δείχνει επακριβώς τι εικόνα είχαν για τον ελληνικό λαό και την κρίση που βιώνει.
Φίλεργος και… φιλέρευνος (αδόκιμος ο όρος, το αντιλαμβάνομαι…) αναγνώστρια μου επισήμανε κάτι το οποίο μου είχε διαφύγει όταν ασχολήθηκα με τον κύριο Παπαδημητρίου, ως πρόεδρο του Levy Economics Institute, και επεσήμαινα ότι έγινε υπουργός, και αυτός και η σύζυγός του, προς εξόφληση γραμματίων του προέδρου Τσίπρα έναντι των υπηρεσιών που του είχαν προσφέρει, στο πλαίσιο της αγωνιώδους προσπάθειας να αποκτήσει ο ηγέτης… διεθνές προφίλ.
Ο κύριος Παπαδημητρίου λοιπόν σε κείμενό του της 25ης Ιανουαρίου 2016, ήτοι μήνες μετά τον υπέροχα φαφλατά Βαρουφάκη, έγραφε ότι λύση στο πρόβλημα της ανεργίας θα ήταν οι (αθρόες, προφανώς) προσλήψεις στο Δημόσιο έναντι μεικτού μηνιαίου μισθού ύψους 586 ευρώ (με τα μισά σε Geuro –το παράλληλο νόμισμα που πρότεινε ήδη από το 2013), αναφέροντας ότι ο μισθός αυτός, τα 586 ευρώ, θα ήταν «μια αξιοπρεπής λύση»!!
Δυστυχώς δεν μας έχει διαφωτίσει έως τώρα για το πώς γίνεται να θεωρεί για τους άλλους ως «αξιοπρεπή λύση» τα 586 ευρώ μεικτό μηνιαίο μισθό, που θα εξασφάλιζε σε όποιον τον έπαιρνε αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, και από την άλλη αυτός ο πλούσιος, που ήρθε στην Ελλάδα «όχι για τα λεφτά, αλλά για να φέρει τη χώρα μπροστά» (όπως τον αποχαιρέτησε ο διάδοχός του Δραγασάκης), να δέχεται να εισπράττει 1.000 ευρώ επίδομα ενοικίου…
Οι εκκρεμότητες του ζεύγους
Ευκαιρίας δοθείσης, νομίζω ότι επί του θέματος αυτού έχουμε ορισμένες εκκρεμότητες. Τις καταγράφω, μήπως και ευαισθητοποιηθεί κάποιος εκ των πολλών εισαγγελέων που διαθέτει η χώρα:
1. Το πλούσιο ζεύγος εισέπραττε παρανόμως και καταχρηστικά ένα επίδομα που δεν εδικαιούτο. Οταν κυνηγάνε οι Αρχές χήρες, ζωντοχήρες, κόρες, συγγενείς που εισπράττουν παρανόμως κάτι ψιλοσυντάξεις, γιατί κλείνουν τόσο προκλητικά τα μάτια στη συγκεκριμένη περίπτωση;
2. Η κυρία Ράνια (Αντωνοπούλου) όταν πιάστηκε με τη… γίδα στην πλάτη, είχε δεσμευθεί ότι θα επέστρεφε τα χρήματα που παράνομα και καταχρηστικά εισέπραξε. Τα επέστρεψε; Αν τα επέστρεψε, το έκανε με τους τόκους υπερημερίας; Και αν όχι, γιατί;
3. Η κυβέρνηση δεσμεύθηκε, μόλις έσκασε το σκάνδαλο, ότι θα φέρει τροπολογία με την οποία θα καταργήσει την επίμαχη διάταξη. Ακόμη δεν την έφερε. Γιατί; Δεν καταλαβαίνει ότι με τον τρόπο αυτόν τροφοδοτεί τη γενικευμένη άποψη ότι η δέσμευση δεν ήταν τίποτε περισσότερο από στάχτη στα μάτια των πολιτών;
Υποθέτω ότι θα έχουμε σύντομα κάποια απάντηση για όλα αυτά. Και δεν είναι απάντηση αυτό που είπε ο πρόεδρος Τσίπρας προ ημερών, ότι μας εγκαλούν, λέει, για 23.000 ευρώ, όταν κάνουν τον Κινέζο για σκάνδαλα 23 δισ.
Εχει και συνέχεια…
Παρακολούθησα τη βαρετή, πιο βαρετή πεθαίνεις, συζήτηση στη Βουλή για την πρόταση της ΝουΔου κατά τριών υπουργών ΣΥΡΙΖΑ, αναφορικά με το σκάνδαλο των φαρμάκων. Από όσα ειπώθηκαν απομονώνω μια φράση της προέδρου Φώφης, η οποία κατήγγειλε την «εκμετάλλευση των κοινοβουλευτικών θεσμών και διαδικασιών για μικροκομματικά παιχνίδια» –πιστεύω, μέσα στη φράση αυτή συμπυκνώνεται το συμπέρασμα για τη χθεσινή συζήτηση.
Κατά τα λοιπά, το κακό βιολί που ξεκίνησε ο ΣΥΡΙΖΑ με τους κουκουλοφόρους του σκανδάλου της Novartis και συνεχίστηκε χθες με την ανώνυμη επιστολή, επί τη βάσει της οποίας στήθηκε η πρόταση της ΝουΔου, έχω την αίσθηση (τουλάχιστον αυτό διεφάνη από τις ομιλίες των αρχηγών) γίνεται πια μόδα. Και πως και η επόμενη κυβέρνηση, με κάτι τέτοια (ανώνυμες επιστολές, κουκουλοφόρους μάρτυρες, σημειώματα με υπονοούμενα κ.λπ.), θα στέλνει σε εξεταστικές επιτροπές και δικαστήρια τους αντιπάλους της –εν προκειμένω τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Οποιος πιστεύει ότι θα τελειώσει το πράγμα εδώ, είναι μακριά νυχτωμένος και οπωσδήποτε εντελώς έξω από τα πράγματα. Δυστυχώς, αντί να ομονοήσουν τα κόμματα και να συζητήσουν το πώς θα πάει η χώρα μπροστά, την κρίσιμη περίοδο μετά την έξοδο της χώρας από τα προγράμματα διάσωσης, θα σέρνονται στα δικαστήρια, άλλοι ως κατήγοροι και άλλοι ως κατηγορούμενοι. Και ένα πεινασμένο κοινό θα γεμίζει τις κερκίδες της αρένας για να χορταίνει θέαμα…
Απώλεια
Για όλους εμάς που δουλέψαμε με τον Βασίλη Μουλόπουλο, η χθεσινή του «αποχώρηση» δεν μπορεί παρά να γεννάει μόνο θλίψη. Εφυγε, και πήρε μαζί του ένα κομμάτι από την αθώα περίοδο της δημοσιογραφίας και της πολιτικής.
Ο Βασίλης, που μας ήρθε στην «Εξόρμηση» την άνοιξη του ’81, πριν το ΠΑΣΟΚ ανέβει στην εξουσία, ήρθε με τις δάφνες του αντιδικτατορικού αγώνα και τη γνώση ενός δημοσιογράφου που δούλεψε, στο μαγικό για μας τους νέους δημοσιογράφους τότε, «εξωτερικό»: στην ακροαριστερή ιταλική «Lotta Continua».
Πραγματικός αριστερός, χωρίς αστερίσκους, νομίζω ότι έβλεπε με συμπάθεια το «πρώιμο» ΠΑΣΟΚ και την πρώτη φάση του στην εξουσία. Με πολλές φιλίες στον χώρο, που ποτέ –ποτέ! –δεν είδε, ούτε αντιμετώπισε, εχθρικά. Εμεινε στην «Εξόρμηση» για πάνω από τέσσερα χρόνια και μετά μας ακολούθησε στο «Βήμα», όπου δούλεψε για σχεδόν 25 χρόνια, μέχρι που αποφάσισε να μεταπηδήσει στην πολιτική το 2009.
Ηταν τότε που χαθήκαμε. Τον έβλεπα μερικές φορές στη Βουλή, αλλά τα παλιά πειράγματα που κάναμε για το ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά είχαν χαθεί πια. Είχε πάρει τον δρόμο του –κοντά στον Αλέξη Τσίπρα.
Τον βοήθησε επικοινωνιακά, και πολιτικά, όσο λίγοι. Και έχω να θυμάμαι ότι ήρθε ένα πρωινό του 2016 σε ένα καφέ στο Κολωνάκι να μου «μεταφέρει» (και αυτός, εκτός από τον Θοδωρή Μιχόπουλο!) ότι πρέπει να κρατηθώ μακριά από σχόλια και αιχμές προσωπικού χαρακτήρα κατά του Τσίπρα και μελών της οικογένειάς του –«κρίνε τον πολιτικά, σ’ αυτό δεν υπάρχει πρόβλημα».
Του αντέτεινα ότι πρέπει με τη σειρά του να «μεταφέρει» όπου δει ότι εγώ δεν έχω υποκύψει στον πειρασμό των προσωπικών επιθέσεων και του απαρίθμησα θέματα (και φακέλους…) που είχα στα χέρια μου και που δεν χρησιμοποίησα ποτέ. Με έβαλε να του υποσχεθώ ότι δεν θα αλλάξω στάση. Το υποσχέθηκα.
Ηπιε τον εσπρέσο του και έφυγε ικανοποιημένος. Ακόμη κι όταν ο Τσίπρας τον απομάκρυνε από κοντά του (γιατί αυτό έγινε…), δεν εξωτερίκευσε ποτέ την πικρία του. Την κράτησε για πάντα μέσα του και την πήρε μαζί του. Γιατί ο Βασίλης, ο Λάκης, όπως τον φωνάζαμε εμείς οι φίλοι και συνάδελφοί του, ήταν ώς το τέλος του ιδεολόγος. Αφοσιωμένος ολόψυχα στην υπόθεση της Αριστεράς και στην ιδέα της προσφοράς στους στόχους της. Ο Βασίλης…
Εξαφανισμένος
Διάβασα κάπου ότι πλην των υπευθύνων του Στρατού ουδείς από την πολιτική ηγεσία έχει τηλεφωνήσει στους γονείς των δύο στρατιωτικών που κρατούνται στις φυλακές της Αδριανούπολης. Και όταν λέμε «ουδείς», εννοούμε ακριβώς τον Πρωθυπουργό, ο οποίος θα μπορούσε να τηλεφωνήσει στους ανθρώπους αυτούς και να τους πει έναν παρηγορητικό λόγο που θα απαλύνει κάπως τον πόνο τους. Γιατί δεν το κάνει; Γιατί αυτή η σκληρότητα;