Οι ιταλικές εκλογές ήταν έργο σε επανάληψη, έργο που είχαμε ξαναδεί. Ψήφος διαμαρτυρίας και οργής που βρίσκει έκφραση σε έναν λαϊκιστικό λόγο και στυλ πολιτικής, με βασικά μοτίβα την απόρριψη των καθιερωμένων ηγεσιών, τον σκληρό ή ήπιο ευρωσκεπτικισμό, τον εθνικισμό, τον φόβο του μετανάστη ή τον καθαρό ρατσισμό. Ηττα των ιστορικών κομμάτων εξουσίας που εισπράττουν την κοινωνική δυσφορία. Υποχώρηση της Αριστεράς σε βαθμό υπαρξιακής ανησυχίας, αλλά και πτώση της παραδοσιακής φιλοευρωπαϊκής Δεξιάς που κατά περίσταση καλύπτεται από τον συναγελασμό της με την ανερχόμενη Ακροδεξιά, όπως συνέβη πρόσφατα στην Αυστρία.
Αν προσφέρει κάτι η Ιταλία είναι ότι κάνει αυτές τις γενικές τάσεις πιο παραστατικές, σχεδόν τις εικονογραφεί. Γιατί έχει παγιδευτεί εδώ και δύο δεκαετίες σε μια οικονομική στασιμότητα. Γιατί είναι μια χώρα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά διχασμένη σε Βορρά και Νότο, όσο καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Γιατί οι ιστορικές πολιτικές κουλτούρες ήταν ισχυρές και η καθεμιά είχε τη δική της γεωγραφική επικράτεια: η κομμουνιστική στην Κεντρική Ιταλία, η χριστιανοδημοκρατική τη Βόρεια και Βορειοανατολική, ενώ η Νότια, όντας οικονομικά καθυστερημένη, ήταν πιο συγκεχυμένη και εξαρτημένη από τις εκάστοτε κυβερνήσεις –πέρα από τις μαφίες. Ετσι, το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία εικονογράφησε την κοινωνική δυσανεξία που προκαλεί η οικονομική δυσπραγία και η αίσθηση ότι το μέλλον θα είναι χειρότερο από το παρόν. Ανέδειξε τη φθορά και την παρακμή των πάλαι ποτέ πανίσχυρων πολιτικών ταυτοτήτων και των μεταπολεμικών ιδεολογιών. Εικονογράφησε και έκανε πιο διακριτές τις δύο πηγές του λαϊκισμού, που σε άλλες χώρες συμπλέκονται. Η Λέγκα στον Βορρά ανέδειξε κυρίως την πολιτισμική πηγή του λαϊκισμού, αντιμεταναστευτική, ξενοφοβική και ρατσιστική, όπου το σύμβολο «μετανάστης» συμπυκνώνει τους φόβους και τις πολιτισμικές ανασφάλειες μιας ευκατάστατης κοινωνίας που αισθάνεται πολλαπλώς απειλούμενη. Πετυχαίνοντας εξάλλου υψηλότερο ποσοστό από το κόμμα του Μπερλουσκόνι, δείχνει ότι η ανασύνθεση της Δεξιάς θα έχει περισσότερο μια εθνικιστική παρά μια φιλελεύθερη κατεύθυνση. Το Κίνημα των 5 Αστέρων από την άλλη, κυριάρχησε στον Νότο αναδεικνύοντας κυρίως την κοινωνική πηγή του λαϊκισμού, εξέφρασε την «αντιπολιτική» αγανάκτηση των χαμηλών στρωμάτων και τη διαμαρτυρία του Νότου που είδε τις τελευταίες δεκαετίες να χάνει ραγδαία έδαφος έναντι του Βορρά. Λαϊκισμός πρωτότυπος στο ευρωπαϊκό στερέωμα, πολυσυλλεκτικός, λίγο αριστερός, λίγο δεξιός, με άγνωστη πολιτική πρόταση για το παρόν παρότι φιλοδοξεί να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες.
Οπως και στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις της τελευταίας τριετίας στις περισσότερες δυτικές χώρες, όλες οι πιο πάνω ανατροπές πιστοποιούν το τέλος μιας εποχής. Ή καλύτερα, πολλών εποχών μέσα στην ίδια περίοδο. Τίποτα ίσως δεν το δείχνει τόσο καθαρά στην Ιταλία όσο η έκπτωση του πολιτικού λόγου που επήλθε παράλληλα με την άνοδο του μπερλουσκονισμού και των σημερινών λαϊκισμών, με την αλλαγή του συστήματος των μέσων επικοινωνίας, με τελευταίο στάδιο τον απόλυτο «εκδημοκρατισμό» του πολιτικού λόγου στα social media. Το ξέραμε βεβαίως από τον Τραμπ, αλλά στην Ιταλία η καμπύλη του ευτελισμού ήταν πιο εντυπωσιακή. Από τον πολιτικό λόγο του Τολιάτι, του Μπερλινγκουέρ, του Μόρο, όταν η Πολιτική όχι μόνο καθοδηγούσε αλλά παιδαγωγούσε τα λαϊκά στρώματα, στη ρηχότητα του Μπερλουσκόνι που «μιλούσε σαν τον απλό άνθρωπο» ο οποίος είχε γίνει εν τω μεταξύ τηλεθεατής. Και τώρα, στους ποικιλόχρωμους λαϊκιστές που αγορεύουν αγανακτισμένα με βωμολοχίες και βρισιές τις οποίες ο «απλός άνθρωπος» αποφεύγει στον δημόσιο χώρο για λόγους αυτοσεβασμού. Τι πιο εύγλωττο από το κεντρικό πολιτικό σύνθημα vafancullo («άντε γ…ε») του Γκρίλο. Εύγλωττο και σημαδιακό μιας νέας εποχής που αποδομεί χωρίς να δομεί, που πιστοποιεί ότι οι παλιές ισορροπίες χάθηκαν αλλά καινούργιες δεν γεννήθηκαν. Οι αλλεπάλληλες ήττες των παλαιών κομμάτων εξουσίας δεν είναι ένα απλό ζήτημα κομματικού συσχετισμού. Πιστοποιούν τη φθορά της δημοκρατικής συνθήκης που γεννήθηκε στις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στηρίχτηκε σε μια θετική σύνθεση καπιταλισμού και δημοκρατίας, και υπηρετήθηκε από όλες τις μεγάλες πολιτικές κουλτούρες πρακτικά ώς το τέλος του διπολικού κόσμου το 1989. Η παγκόσμια κρίση του 2008 πιστοποίησε ότι ο νεοφιλελεύθερος κύκλος που άνοιξε από τη δεκαετία του 1980, ανέτρεψε τις ισορροπίες του προηγούμενου κεϊνσιανού κύκλου, αλλά δεν παγίωσε μια νέα ισορροπία, ούτε τήρησε την υπόσχεση ότι ο αυξανόμενος πλούτος των ανώτερων στρωμάτων θα διαχυθεί και στα χαμηλότερα στρώματα. Αντιθέτως, με την επιτάχυνση της ανεξέλεγκτης χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης, έγινε παράγοντας αστάθειας και απότομων μεταπτώσεων τόσο των εθνικών οικονομιών όσο και της διεθνούς οικονομίας.
Οι εκλογικοί «σεισμοί» και οι ανατροπές των κομματικών συστημάτων που σημειώνονται από χώρα σε χώρα στην Ευρώπη φέρνουν νέους παίκτες στο εθνικό προσκήνιο. Ομως οι ανατροπές δεν έφεραν ούτε νέες λύσεις, ούτε εναλλακτικές στρατηγικές. Και στις ελάχιστες περιπτώσεις που αυτό συνέβη όπως στη Βρετανία του Brexit, προς το παρόν τουλάχιστον προδιαγράφουν ένα χειρότερο μέλλον για τον λαό της. Οι νέοι παίκτες δεν ανανεώνουν, γιατί συνήθως δεν έρχονται να αντιπροσωπεύσουν έναν νέο δυναμικό κοινωνικό συνασπισμό που θα στήριζε μια εναλλακτική πορεία. Εκφράζουν κατά κανόνα αμυντικές και εσωστρεφείς τάσεις σε μια περίοδο που επικρατεί «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», υπόσχονται διατήρηση των κεκτημένων σε μια περίοδο που πολλά από αυτά απειλούνται, αθροίζουν αιτήματα χωρίς να συνθέτουν. Αυτό μπορεί να τους οδηγήσει στην εκλογική επιτυχία και στην κυβέρνηση, δεν αρκεί όμως για να κυβερνήσουν διαφορετικά ή καλύτερα. Και όσο αυτό συμβαίνει επινοούν ή επικαλούνται «εχθρούς», εθνικούς ή ξένους, βγαλμένους από τα βαθύτερα υποστρώματα της πληβειακής κουλτούρας που ενδημεί σε κάθε κοινωνία.
Τα παλαιά κόμματα και οι «συστημικές δυνάμεις» αντιμετωπίζουν συνήθως τους ανερχόμενους λαϊκιστές με την υπεροψία εκείνου που ξέρει και που είναι σίγουρος ότι οι «αντισυστημικοί» θα προσγειωθούν στην πραγματικότητα και θα ενσωματωθούν. Το ίδιο επιχείρημα προβάλλεται τώρα στην Ιταλία ενόψει της συμμετοχής στην κυβέρνηση είτε του Κινήματος του Γκρίλο είτε της Λέγκας, ρητά μάλιστα φέρεται ο Τσίπρας ως παράδειγμα δαμασμένου πρώην «αντισυστημικού». Η στάση αυτή ήταν εύλογη όταν οι περιπτώσεις ήταν λίγες και το «σύστημα» έχαιρε σχετικής υγείας. Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει πλέον. Στο εσωτερικό των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών ο πολιτισμός της Δημοκρατίας υποβαθμίζεται, σε ευρωπαϊκό επίπεδο η διαδικασία εμβάθυνσης αμφισβητείται από τους νέους παίκτες, οι ΗΠΑ ψάχνονται με τον Τραμπ, ενώ στη διεθνή σκηνή ο εκδημοκρατισμός έχει ανακοπεί και ανθούν αυταρχικά καθεστώτα «ισχυρών ανδρών», από τη Ρωσία του Πούτιν, την Κίνα του Σι, τις Φιλιππίνες του Ντουτέρτε, την Τουρκία του Ερντογάν, την Αίγυπτο του Σίσι.
Ούτε ο εφησυχασμός εντός ενός «συστήματος», του οποίου οι προηγούμενες ισορροπίες κλονίζονται, ούτε το φλερτ με τις μεθόδους και το στυλ των λαϊκιστών συνιστούν λύσεις. Η δημοκρατική Αριστερά, το προοδευτικό Κέντρο, ο Φιλελευθερισμός, ο Συντηρητισμός έχουν τις παραδόσεις, τις αξίες, τα παραδείγματα να ανασυνταχθούν για να απαντήσουν στις προκλήσεις της νέας εποχής. Καλύτερα τουλάχιστον από τον Γκρίλο, τον Σαβίνι και τη λοιπή παρέα.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου