Παγκόσμια Ημέρα των Γυναικών προχτές, και να που φτάσαμε στο μη παρέκει. Αν τουλάχιστον ήταν κάθε 29η Φεβρουαρίου, θα είχαμε λίγο χρόνο να αναστοχαστούμε. Ετσι όπως τα ‘φερε η ζωή και η κρίση, δεν ξέρω αν έχει και πολύ νόημα να διεκδικείς πράγματα που και να σου τα χάριζαν, αμφίβολο πια αν θα μπορούσες να τα υποστηρίξεις και να επωφεληθείς. Μοιάζει τω όντι κάπως παράλογο να ζητάς ίση αμοιβή την ώρα που δεν υπάρχει καθόλου εργασία και σχεδόν σκανδαλώδες να διεκδικείς ασφαλή και ελεύθερη αντισύλληψη ενώ γύρω τριγύρω πέφτουν κορμιά από την ιλαρά κι από ένα απλό οδοντικό απόστημα. Οπότε πολύ καλά κάνουν όσες μοχθούν για την αυτοπραγμάτωσή τους σνιφάροντας υδρατμούς πάνω από την κατσαρόλα ή τριποδίζοντας πάνω σε δωδεκάποντα. Δεν είναι όμως ανάγκη να φας τα μούτρα σου για να βγάλεις λίγο το κεφάλι σου από τον ντορβά και να αναπνεύσεις μια δυο φορές ανεμπόδιστα. Εγώ σου λέω ότι μπορείς και καλύτερα. Πάντα μπορείς καλύτερα και αυτό δεν είναι υποχρεωτικά αποτέλεσμα υπερπροσπάθειας. Απεναντίας.
Καμιά φορά είναι πολύ αναπαυτικό, μαλακό, βελούδινο και κατακόκκινο, σαν τα καθίσματα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, λόγου χάριν, όπου φέτος το χειμώνα έχουμε δει μέχρι στιγμής δυο μνημειώδη για την κατάσταση των γυναικών θεατρικά έργα που θα πλούτιζαν την κακιά στιγμή που ζούμε και θα εξαέρωναν προσωρινά την αμηχανία μας.
Τον «Γλάρο» του Τσέχωφ από τον Χουβαρδά, το ένα, και το «Λεωφορείον ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς από τον Μαρμαρινό, το άλλο. (Συγνώμη κιόλας που επιμένω στην παλιά μετάφραση του τίτλου αλλά κάπως πρέπει να συνεννοηθούμε εδωπέρα μέσα κι όχι να βάζουμε διαρκώς αινίγματα ο ένας στον άλλον). Κι επειδή η «γιορτή» κρατάει όσο τη γιορτάζει κανείς, προσθέτω και την Εντα Γκάμπλερ του Ιψεν από την Μπρούσκου που παίζεται αυτές τις μέρες στο Μπάγκειον. Μάνι – μάνι εργάκια τρία, να βρεις τα πατήματά σου και να σκεφτείς τα επόμενα. Ετσι μου φαίνεται πως θα πορευόμαστε στο εξής. Αλλιώς, κραδαίνοντας κλισέ και μισές αλήθειες, το μόνο σίγουρο είναι ότι στο τέλος θα πάμε όλες μαζί στην ακρογιαλιά. Να πνιγούμε.