Εβλεπα πριν από λίγες μέρες τις …αντιδράσεις των «ευσεβών πολιτών» για την παράσταση «Jesus Christ Superstar». Ομορφα πράγματα, χριστιανικά. Πέταξαν μπογιές έξω από το θέατρο, έσπασαν αυτοκίνητα των ηθοποιών, προπηλάκισαν θεατές και ήταν όλοι μια χαρούμενη ατμόσφαιρα. Οπως λίγους μήνες πριν στον « Phylax» του Φαλήρου, όπως λίγα χρόνια πριν στο Χυτήριο, όπως, προφανώς, λίγους μήνες μετά σε κάτι άλλο. Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, μα η αγιαστούρα μένει. Και επειδή, όταν πρωτοανέβηκε στην Ελλάδα το «Jesus Christ», παιδί ήμουν και γέρασα, δεν μπορώ να μην κάνω τις συγκρίσεις. Με μια αίσθηση ότι οδηγώ ανάποδα στον χρόνο. Ηταν το μακρινό 1978. Δεν θυμάμαι πού παιζόταν η παράσταση αν και πήγαμε δυο τρεις φορές με μία αίσθηση εθνικής υπερηφάνειας γιατί η περίφημη ταινία είχε γίνει πλέον θέαμα και στα καθ’ ημάς. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ουδείς είχε διαμαρτυρηθεί τότε. (Με επίσημο γραφείο λογοκρισίας στη Γενική Γραμματεία Τύπου και όχι ακόμη πλήρη αποχουντοποίηση –να τα λέμε κι αυτά).
Λίγα χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Επίσης δεν θυμάμαι τον τίτλο της επιθεώρησης που είχε ανεβεί στο θέατρο Παρκ. Εχω την εντύπωση πως ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα επί σκηνής τον Γιάννη Μπέζο. Σε ένα νούμερο με τη Μίνα Αδαμάκη όπου παρίσταναν ένα ζευγάρι που είχε πάει στην Κρήτη για διακοπές. Και είχαν τραβήξει αυτά που συχνά τραβάνε οι άνθρωποι στις διακοπές –για επιθεώρηση μιλάμε. Το νούμερο τελείωνε με μία παρωδία του τραγουδιού «Αμα λευτερωθεί η Κρήτη» του Χατζιδάκι σε στίχους Καζαντζάκη. Οι ηθοποιοί λοιπόν αποχωρούσαν από τη σκηνή τραγουδώντας «Αμα μου ξαναπείς για Κρήτη θα τραβήξω ένα ένα τα βυζιά μου, άμα μου ξαναπείς για Κρήτη θα ξεράσω». Δεν θέλω να σκεφτώ τι θα γινόταν αν σήμερα ακούγονταν αυτό επί σκηνής. Σαν να τους βλέπω τους φίλους μου τους Κρητικούς να κραδαίνουν τις κατσούνες τους έξω από το θέατρο.
Τότε περίπου, ή λίγο αργότερα, η Μελίνα Τανάγρη έκανε σουξέ με το τραγούδι «Βυζάκια έξω λοιπόν», εμπνευσμένο από την Τσιτσιολίνα, που έκανε θριαμβευτική γυμνόστηθη είσοδο στο ιταλικό Κοινοβούλιο. Την ίδια εποχή, ένα σύμβολο της Αριστεράς, ο σπουδαίος Γιάννης Ρίτσος, κυκλοφορούσε με ποδήρη γούνα ρενάρ. Και ήταν γνωστό ότι ο Κώστας Ταχτσής άλλαζε το κοστούμι με ταγέρ, ενίοτε ξεχνούσε να βγάλει και τη γραμμή από μολύβι καζάλ στα μάτια. Ουδείς όμως ασχολείτο, τουλάχιστον δημόσια, με την εικόνα τους. Αρκούσε που ήταν ο Ρίτσος και ο Ταχτσής και αυτό έβαζε στην άκρη οτιδήποτε άλλο.
Αν κάτι απ’ όσα ανέφερα πιο πάνω γινόταν σήμερα θα πυροδοτούσε ένα ντόμινο αντιδράσεων και διαμαρτυριών, θα γινόταν viral στο Διαδίκτυο και θα προκαλούσε ανήθικα ως προς την ουσία και την εκφορά τους σχόλια στο όνομα μιας αόριστης, σχηματικής ηθικής. Καλώς ορίσαμε στον αιώνα της μεταλλαγμένης πολιτικής ορθότητας, που έχει διαστρεβλωθεί σε ένα είδος καρναβαλικού νεοσυντηρητισμού. Ορια που γίνονται ολοένα και πιο στενά, κυνήγι μαγισσών, εσωστρέφεια, κομποσκοίνια, «πατερμά» από wannabe Καρντάσιανς φτιαγμένες από σιλικόνη και εξτένσιονς. Ημίγυμνα, κατάστικτα από τατουάζ «ντούκια» που σταυροκοπιούνται. Καλβινιστικός πουριτανισμός με επίφαση νεωτερισμού το σύμφωνο συμβίωσης και την αποποινικοποίηση της φαρμακευτικής κάνναβης που ανακαλύπτει τον «εξαποδώ» σε αναρτήσεις ημίγυμνων ιθαγενών Παπούα και τιμωρεί με αποκλεισμό από τα σόσιαλ μίντια. Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο ότι το φαινόμενο άρχισε να αναπτύσσεται παράλληλα με το big bang του Διαδικτύου. Για ένα μόνο είμαι σίγουρη. Οτι το «Jesus Christ» θα επαναλαμβάνεται, δυστυχώς, μονάχα ως φάρσα.