Πόσο κόστισε, λοιπόν, το πολιτικό πείραμα του 2015;
Τη συζήτηση την είχε ανοίξει ο Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στη Βουλή τον Ιούλιο του 2016. Με τον δικό του «ήπιο» υπολογισμό, το «κόστος Βαρουφάκη» είχε προσδιοριστεί στα 86 δισ. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ, λίγο αργότερα, το στρογγύλεψε: 100 δισ. Ο Στέλιος Πέτσας της Νέας Δημοκρατίας, σε μια ενδιαφέρουσα ανάλυσή του, είχε υπολογίσει ότι η επιβάρυνση του χρέους και η καταστροφή πλούτου συνδυαστικά ανέβαζαν τον λογαριασμό στα 120 δισ. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος πλειοδότησε: το μοιραίο πρώτο επτάμηνο του 2015 μας κόστισε 180 δισ. Και τη συζήτηση έκλεισε ο Τόμας Βίζερ, μιλώντας στο Φόρουμ των Δελφών την περασμένη εβδομάδα. Ο λογαριασμός, είπε, φθάνει τα 200 δισ.
Οι μέθοδοι υπολογισμού είναι περίπλοκες και εν πολλοίς αυθαίρετες. Αλλά όπως είπε, χαριτολογώντας, ένας ομιλητής στους Δελφούς, η βασική αρχή είναι απλή: Αν ένας σταρ της Μπαρτσελόνα ρίξει το ακριβό του αυτοκίνητο σε μια κολόνα και, εξαιτίας του τραυματισμού του δεν μπορεί πια να παίζει ποδόσφαιρο σε αυτό το επίπεδο και συνεχίσει την καριέρα του στον Πλατανιά Χανίων, τότε η ζημιά του ατυχήματος δεν είναι απλώς η αξία του αυτοκινήτου συν τα νοσήλια. Είναι, προπάντων, η απώλεια των προσδοκώμενων εισοδημάτων από συμβόλαια, διαφημίσεις, μεταγραφές και πριμ συν η συμβολική ζημιά πως με τον Πλατανιά θα τον βλέπουν 350 θεατές κάθε Κυριακή και πως κανείς ποτέ δεν θα τον περιλάβει στη λίστα των υποψηφίων για τον τίτλο του καλύτερου ποδοσφαιριστή της χρονιάς στην Ευρώπη.
Να προσδιοριστεί με ακρίβεια το κόστος αυτό είναι δύσκολο και ελάχιστη αξία έχει για τον κακότυχο ποδοσφαιριστή. Εκείνος ξέρει καλύτερα τη ζημιά που έπαθε. Το ίδιο κι εμείς. Είτε 86 είτε 200 δισ., δεν είναι το ακριβές ποσό που ενδιαφέρει. Είναι η βεβαιότητα πως χάσαμε μιαν ευκαιρία, που ψάχνουμε τώρα να ξαναβρούμε. Κι είναι, προπάντων, το πολιτικό δίδαγμα της περιπέτειας. Η οποία, δυστυχώς, δεν ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2015, αλλά πολύ νωρίτερα.
Ο Αλέξης Τσίπρας, είμαι βέβαιος, μπήκε στο παιχνίδι της κόντρας με τους εταίρους το 2015 με πλήρη επίγνωση της τελικής έκβασης του παιγνίου, με πλήρη επίγνωση του αναπόφευκτου, εν τέλει, συμβιβασμού. Απλώς δεν ήθελε να χρεωθεί ο ίδιος το πολιτικό κόστος της διάψευσης της αυταπάτης. Της αυταπάτης που συμμεριζόταν το 65% των Ελλήνων όταν δήλωνε στις δημοσκοπήσεις του 2014 πως, βεβαίως, υπάρχει τρόπος και το Μνημόνιο να καταγγείλουμε και τις εξ αυτού υποχρεώσεις να αθετήσουμε και τη συμμετοχή μας στην ευρωζώνη να μη διακινδυνεύσουμε. Το επτάμηνο Βαρουφάκη δεν ήταν παρά μια μάλλον κυνική επιχείρηση μετακύλισης του πολιτικού κόστους της διάψευσης στους ίδιους τους πολίτες, σ’ εκείνους που ψήφιζαν, χορεύοντας στο Σύνταγμα, «Οχι» τον Ιούλιο του 2015. Το οικονομικό κόστος της επιχείρησης αυτής ήταν μια παράπλευρη απώλεια, μια λεπτομέρεια άνευ ενδιαφέροντος.
Η απάντηση στο ερώτημα δεν εντοπίζεται στο 2015 αλλά στο 2010. Στη μοναδική και ασυγχώρητη αδυναμία του πολιτικού συστήματος –και μάλιστα των συστημικών κομμάτων εξουσίας –να συμφωνήσουν καν στο αυτονόητο, στην αναγνώριση της πραγματικότητας, πολύ περισσότερο στα μέσα για την αντιμετώπισή της.
Τούτου λεχθέντος, ας επιστρέψουμε στον πολυσυζητημένο υπολογισμό της ζημιάς του 2015.
Αν –χτύπα ξύλο –αυτό το απαισιόδοξο σενάριο εκπληρωθεί, τότε ακόμη και η εκτίμηση Βίζερ για το κόστος της χαμένης ευκαιρίας του 2015 θα μοιάζει αξιοθρήνητα μετριοπαθής.