Υπάρχουν ορισμένοι και δεδομένοι μηχανισμοί επηρεασμού της κοινής γνώμης στην προεκλογική περίοδο. Μια κυβερνητική πλειοψηφία μπορεί να διατηρηθεί στην εξουσία αν:
1. Βελτιώσει την οικονομική κατάσταση σε ό,τι αφορά όχι τη λειτουργία της οικονομίας αλλά την ευημερία των πολιτών.
2. Εξασφαλίσει την τάξη και την ασφάλεια.
3. Με πρωτοβουλίες και χρησιμοποιώντας τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα επιτύχει την ενίσχυση της επιρροής της χώρας στο εξωτερικό.
4. Αν έχει φοβερή τύχη π.χ. αθλητές πρωτεύουν στα αγωνίσματά τους, ομάδες καταλαμβάνουν τίτλους, ταλαντούχοι καλλιτέχνες κερδίζουν διεθνείς διαγωνισμούς.
Τι από αυτά τα επιχειρήματα διαθέτει η ελληνική κυβέρνηση;
Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο: Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια επικοινωνιακού επηρεασμού. Οχι μόνο είχε πολύ καλή τύχη αλλά κατεξοχήν εξυπηρετήθηκαν οι σκοποί της από μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι χρησιμοποιούσαν χωρίς ενδοιασμό όλα τα μέσα ψηφοθηρίας και παλιότερα και τώρα. Η κυβέρνηση Τσίπρα είχε εξαιρετική τύχη. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός έχει μεγάλες ικανότητες έκφρασης και γοητείας. Γνωρίζει πώς να χρησιμοποιεί την τεχνητή bodylanguage, τη γλώσσα του σώματος, κατά τρόπο ιδιαίτερα επωφελή. Μιμείται, ίσως άθελά του, αλλά δεν έχει σημασία αυτό, τον πιο μεγάλο ρήτορα της νεότερης Ιστορίας της Ελλάδας, τον Ανδρέα Παπανδρέου. Κανενός είδους ψευτοϋπερηφάνεια δεν τον εμποδίζει από την επίδειξη ταπείνωσης όταν κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο, για να γίνει η προσαρμογή των δεδομένων της πολιτικής του πλατφόρμας στην πραγματικότητα. Ο κ. Τσίπρας είναι ένας και ανεπανάληπτος. Εχει όμως εξαντλήσει το πλεονέκτημά του αυτό. Δεν πρόκειται να επηρεάσει με αυτές τις μεθόδους κανέναν ή σχεδόν κανέναν στο μέλλον. Τα νούμερά του έχουν εξαντληθεί. Δυστυχώς για το κυβερνητικό επιτελείο, η τριετία που περάσαμε ήταν μάλλον τυχερή από την άποψη των εθνικών επιδόσεων. Θα είναι πολύ απίθανο να συνεχίσει να μας ευνοεί η τύχη το ίδιο ή περισσότερο. Οι Ελληνες έχουν κακομάθει. Η θεά τύχη έχει στρέψει αλλού το πρόσωπό της και ως γνωστόν μπορεί να την πιάσει κανείς απ’ τα μαλλιά μόνο αν την αντιμετωπίσει κατά μέτωπο.
Σε ό,τι αφορά τώρα τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Η κυβέρνηση Τσιπρανέλ αντιμετώπισε κατ’ αρχήν τη σχέση με τον εξωτερικό δανεισμό, που καθιστούσε δυνατή την επιβίωση του ελληνικού κράτους, ως ένα είδος παιχνιδιού και αποπειράθηκε να τρομοκρατήσει τους ξένους «τοκογλύφους», οι οποίοι μας δάνειζαν με επιτόκια αισθητά χαμηλότερα από εκείνα της αγοράς. Οταν διαπιστώθηκε ότι οι κυριότεροι δανειστές μας αδιαφορούσαν για την παρουσία μας ή μάλλον ότι ευχαρίστως αντιμετώπιζαν την απαλλαγή απ’ αυτή τη μικρή χώρα με την ιδιόρρυθμη κυβέρνηση και την παράδοξη οικονομία, ο Τσίπρας δεν είχε πρόβλημα: βάλθηκε αμέσως να γλείφει με κέφι εκεί που προηγουμένως έφτυνε.
Το θέμα, όμως, δεν είναι πια αν ο Πρωθυπουργός θα μπορέσει να διατηρήσει κάποια ίχνη σοβαρότητας και αξιοπρέπειας. Η κυβέρνηση έχει ξεφτιλιστεί και από κοντά της όλοι εμείς χάσαμε και το τελευταίο ίχνος εθνικής αξιοπρέπειας. Το πρόβλημα δεν είναι πια το μεγάλο ψέμα, η ιδεολογική μυθοποίηση. Το θέμα είναι οι συγκεκριμένες υποσχέσεις που δόθηκαν σε δύσκολες στιγμές της μνημονιακής πραγματικότητας να εκπληρωθούν πριν από το τέλος του 2019. Δηλαδή, να ξεπεράσει ο κατώτατος μισθός τα 751 ευρώ, να ευθυγραμμιστούν οι παροχές προς τους ανέργους με το διπλάσιο των σημερινών, να ξαναεισπράξουν οι σημερινοί μισθωτοί τον 13ο και 14ο μισθό, να σταματήσουν οι εισφορές αλληλεγγύης και τα capital control και άλλα τέτοια, που κατά καιρούς είχε υποσχεθεί το κυβερνών κόμμα και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός.
Μένει η τάξη και η ασφάλεια από την άποψη των εσωτερικών χειρισμών. Είχα, πριν από 20 χρόνια, σε άρθρο μου στο «Βήμα», επισημάνει την άνοδο και τον πολλαπλασιασμό μιας κατηγορίας περιθωριακών ανθρώπων οι οποίοι ήταν προϊόν της κατάρρευσης των παραδοσιακών δομών. Το φαινόμενο, που είχα ονομάσει τότε «μοναξιά της μεγάλης πόλης», οδηγούσε στη δραστηριοποίηση ενός τύπου ανθρώπου, ο οποίος δεν ήθελε για διάφορους λόγους να είναι πολίτης. Ως ψηφοφόρος, σε μια σειρά εκλογικών αναμετρήσεων, ο περιθωριακός είχε εμφανιστεί με την αύξηση της αποχής, τον πολλαπλασιασμό των λευκών και άκυρων ψηφοδελτίων και τα μικρά ποσοστά που συγκέντρωναν πολλοί γραφικοί κομματικοί σχηματισμοί, που στο σύνολό τους άγγιζαν και ξεπερνούσαν μερικές φορές το 10%. Ο Τσίπρας με την εξουσιαστική μεγαλοφυΐα του συνέπηξε ένα μέτωπο όπου το ένα τρίτο ήταν τα κουρασμένα παλικάρια της πρώην κομμουνιστικής Αριστεράς, ένα άλλο τρίτο τα λαμόγια του ΠΑΣΟΚ που δεν είχαν ικανοποιητικά αξιοποιήσει την εξουσία στο παρελθόν και το τελευταίο τρίτο οι πάσης φύσεως περιθωριακοί. Αυτούς τους έχει ανάγκη ο Τσίπρας. Δεν είναι απλώς φίλοι του, είναι όρος για την ύπαρξη της σημερινής πλειοψηφίας. Δεν θα τους ακουμπήσει ποτέ ό,τι και να κάνουν, ό,τι και να πουν. Θα τους αφήσει ελεύθερους να χρησιμοποιούν τη βία ως προνομιακό μέσο επιβολής και προβολής των απόψεών τους.
Ο Τσίπρας είχε την τύχη να μην τον απασχολήσουν δοκιμασίες διεθνών σχέσεων, που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες για τη σταθερότητα μιας κυβέρνησης. Με μια γραφειοκρατική νωθρότητα κατασπατάλησε την ευκαιρία που του δίνονταν να λύσει όλα τα ζητήματα που ήταν ενοχλητικά για τις σχέσεις μας με τα μικρά κράτη των Βαλκανίων. Ετσι βρεθήκαμε κατάπληκτοι και ανυπεράσπιστοι στα νύχια του ασιατικού τίγρη που λέγεται Τουρκία και συνεχώς δυναμώνει.
Τις εκλογές θα τις χάσει ο κ. Τσίπρας. Οχι μόνο δεν θα είναι πρώτο κόμμα αλλά έχει ήδη αυτοαποκλειστεί από την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, έχει αυτοκαταγγελθεί ως επαναστατική δύναμη. Κάθε συμμαχία με αυτόν και το κόμμα του είναι αδύνατη. Γι’ αυτό, από εδώ και μπρος, είναι εξαιρετικά επικίνδυνος. Οπως εκείνος ο μοιραίος Λουδοβίκος ΙΕ’, ο Τσίπρας έχει ήδη υιοθετήσει το σύνθημα: «Μετά από μένα ο κατακλυσμός».
Ας συντομέψουμε με τις κατάλληλες μαχητικές λαϊκές κινητοποιήσεις τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Η κυβέρνηση Τσιπρανέλ με την ξεδιάντροπη εγκατάλειψη βασικών πολιτειακών κανόνων έχει δώσει το σύνθημα του «Τρίτου Γύρου». Ας τον κερδίσουμε και αυτόν. Ο καθείς και τα όπλα του.