Σούρουπο στην καρδιά του Σεπτέμβρη. Η κάψα του καλοκαιριού που δεν έλεγε ακόμα να κοπάσει έλιωνε τα τσιμέντα. Τα στρατιωτικά οχήματα γεμάτα με νέους σταμάτησαν στον Σταθμό Λαρίσης. Μας φόρτωσαν σαν τσουβάλια σε ένα τρένο με αμέτρητα βαγόνια και ξεκίνησε το ταξίδι για τη Βόρεια Ελλάδα.
Κάθε πόλη και ένας σταθμός για τους στρατιώτες που είχαν φύλλο πορείας. Είχαν περάσει 26 βασανιστικές ώρες, βρωμοκοπούσαμε από τον ιδρώτα της ζέστης και της αγωνίας για το άγνωστο όταν ο ενοχλητικός θόρυβος των βαγονιών σταμάτησε απότομα σε ένα χωριό με ελάχιστα φώτα. «Οσοι είναι για το Τάγμα 5, να κατέβουν». Είχαμε μείνει δέκα νοματαίοι. Κατεβήκαμε οι τρεις. Μας παρέλαβε ένα στρατιωτικό όχημα και πήγαμε κατευθείαν στο τάγμα. Ερημιά.
«Οι άλλοι βρίσκονται στο ποτάμι», μας ενημερώνουν με αυστηρό ύφος. «Ποτάμι». Η λέξη ταμπού για κάθε έλληνα στρατιώτη.
«Εσύ θα κοιμηθείς εδώ. Τυχερέ. Εδώ κοιμόταν ένας απ’ αυτούς που έφαγε ο τρελός. Να, δες, υπάρχουν ακόμα αίματα στο στρώμα».
Την ήξερα την ιστορία. Δύο χρόνια πριν ο θάλαμος είχε βαφτεί με αίμα από την επίθεση που δέχτηκαν στον ύπνο τους οι στρατιώτες του λόχου από συνάδελφό τους που γύριζε από τη σκοπιά. Δύο νεκροί και πολλοί τραυματίες.
Πήγα παιδί. Σε λίγες εβδομάδες έγινα αγρίμι.
«Ξέρεις γιατί μας έφεραν εδώ;», με ρωτά ένα αγροτόπαιδο από τη Σπάρτη. Τον κοιτάζω περιμένοντας απάντηση: «Γιατί είμαστε κομμουνιστές» μου λέει και αρχίζει το διαολόστελμα.
Το τάγμα είχε αποκτήσει κακή φήμη λόγω του πρόσφατου θανάτου έλληνα στρατιώτη από τουρκικά πυρά.
Στην κρίση του «Σισμίκ» οι κληρωτοί είχαν παραταχθεί στο ποτάμι. Ντόπιος μάς έλεγε πως οι Τούρκοι εμφανίστηκαν απέναντι παραταγμένοι κατ’ αγκώνα.
Στα περίπολα βλέπαμε όπλα να μας σημαδεύουν. Αγριες καταστάσεις αλλά κανείς δεν φοβόταν και κατά περίεργο τρόπο κανείς δεν αρρώσταινε παρά τα χιόνια και τα κρύα.
Εβρος. Αλλο να μιλάς γι’ αυτόν και άλλο να τον ζεις φορώντας το χακί.