Οταν φεύγει από τη ζωή ένας καλλιτέχνης που συνυπήρξατε για πενήντα χρόνια στον ίδιο χώρο και συνδέθηκαν οι δραστηριότητές σας με κοινά έργα και μάλιστα σε δύσκολες εποχές, δικαιούσαι τώρα που ανεχώρησε παρά δήμον ονείρων να ξεκινάς με τις αναμνήσεις και τα σχέδια της κοινής αυτής πορείας.
Ηταν το 1972 που το Εθνικό Θέατρο ανέθεσε στον Σπύρο Ευαγγελάτο να σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο για πρώτη φορά στην καριέρα του τραγωδία. Ηδη με διαγωνισμό του 1971 είχα επιλεγεί μεταξύ άλλων τεσσάρων υποψηφίων ως επικρατήσας για τη μετάφραση της σοφόκλειας Ηλέκτρας. Αυτή η τραγωδία ανετέθη να σκηνοθετηθεί από τον Ευαγγελάτο. Ετσι το καλοκαίρι του 1972 βρεθήκαμε πολλοί πρωτάρηδες στον αργολικό κάμπο. Ο μεταφραστής, ο Ευαγγελάτος, η Βαλάκου, ο Φυσσούν, ο Πάτσας, ο Δημήτρης Βεάκης, ο Δημήτρης Τερζάκης (νέος μουσικός), η Χλόη Λιάσκου και στο πλάι μας τρεις στύλοι της θεατρικής τραγικής ερμηνευτικής ιστορίας: ο Νίκος Τζόγιας, η Αλέκα Κατσέλη και η χορογράφος Μαρία Χορς. Μετρώ και βρίσκω μόνο ζωντανούς ανάμεσά μας τον Τερζάκη, τη Λάσκου και την αφεντιά μου.
Ο θάνατος του Πάτσα με συντάραξε γιατί ήταν και ξαφνικός. Μόλις λίγες μέρες πριν υπέγραφε την Οψιν στο Εθνικό Θέατρο του έργου του Μίλερ «Ψηλά από τη γέφυρα». Ο Πάτσας πριν απ’ όλα ήταν σπάνιος άνθρωπος. Χαμηλών τόνων, συχνά εξέφραζε την άποψή του σχεδόν ψιθυριστά, πάντα για όλα επιφυλακτικός, ανοιχτός στη συζήτηση και την ανταλλαγή διαφορετικών (ακόμη και του ίδιου) αισθητικών ή και πρακτικών προτάσεων. Είχε ξεκάθαρες απόψεις για τη συμβολή της εικαστικής (σκηνογραφικής και ενδυματολογικής) συμμετοχής στη μιμητική διαδικασία, ώστε θεωρούσε αυτονόητο ότι δεν μπορούσε η δουλειά του να γίνεται ερήμην της σκηνοθετικής πρότασης. Βρεθήκαμε πολλές φορές μετά από την ανάγνωση μιας τραγωδίας που είχα μεταφράσει για το Αμφι-θέατρο και στον χώρο του θεάτρου και σε κοντινά εστιατόρια να προσεγγίζουμε τα ιδεολογικά, χαρακτηρολογικά, αισθητικά προβλήματα μιας τραγωδίας. Ακουγε τον φιλόλογο και μεταφραστή, άκουγε τον φιλόλογο και σκηνοθέτη, σημείωνε και εξέφραζε τις πρώτες εικαστικές του προτάσεις. Σκοπός ήταν να αναδειχθεί η αισθητική και πνευματική άποψη του σκηνοθέτη συναρτήσει του ύφους και του ήθους της μετάφρασης που είχε επιλεγεί και εγκριθεί.
Ο Πάτσας είχε άποψη, επέβαλε τη σταθερότητα και πειστικά τις προτάσεις του και σιγά σιγά προσκόμιζε σχέδια, συχνά αντιφατικά, που διέγραφαν ένα ευρύ αισθητικό φάσμα. Καλλιτέχνης με βαθιά και συστηματική όχι μόνο εικαστική αλλά και εν γένει θεατρολογική έρευνα μπορούσε στις εικαστικές του προτάσεις να διαστέλλει ένα διάνυσμα από τον νατουραλισμό έως την αφαίρεση, τον κριτικό ρεαλισμό και τη μεταμοντέρνα ειρωνεία.
Παρακολουθώντας την πορεία του ως κριτικός χάρηκα λύσεις που κάλυπταν πάντα με γούστο και τις απαιτήσεις του σκηνοθέτη αλλά και τα αισθητικά προβλήματα της ιστορίας της Οψεως. Προσωπικά ποτέ δεν κατενόησα την απαξιωτική άποψη της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη που απ’ όλα τα συστατικά της τραγικής σύνθεσης την Οψιν (σκηνικά – κοστούμια) θεωρεί «ατεχνότατον πάντων». Ο Πάτσας διακρίθηκε σε μια τέχνη εφαρμοσμένη, όπως είναι η σκηνογραφία και η ενδυματολογία, η οποία στην Ελλάδα ευτύχησε να διαθέτει μεγάλους μαστόρους και εικαστικούς γίγαντες.
Ο Πάτσας συνοδοιπόρησε με τον Γκίκα, τον Μόραλη, τον Τσαρούχη, τον Γιάννη Παππά, τον Μυταρά και ανταγωνίστηκε επί ίσοις όροις με τον Ανεμογιάννη, τον Βασίλη και Διονύση Φωτόπουλο, τον Χαρατσίδη, έχοντας να αντιπαραταχθεί με τους προπάτορες Κλώνη, Φωκά, Βακαλό, Αγγελόπουλο, Β. Βασιλειάδη. Με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, που υπήρξε σχεδόν αποκλειστικός του συνεργάτης για 35 χρόνια, ταξίδεψε και έδειξε τη δουλειά του σε μεγάλα θέατρα, φεστιβάλ και όπερες της Ευρώπης και της Αμερικής και «έντυσε» εικαστικά για το ξένο κοινό όχι μόνο τραγωδία και κωμωδία αλλά και «Ερωτόκριτο» και «Διγενή» και Μένανδρο.
Στην ιδιοφυή πρόταση του Ευαγγελάτου για την ερμηνεία των «Επιτρεπόντων» του Μενάνδρου ο Πάτσας σχεδίασε κοστούμια διατρέχοντας τις εποχές (αρχαία ελληνική, ρωμαϊκή, μεσαιωνική, κλασικιστική, βικτωριανή και ύφος και ήθος του ελληνικού λαϊκού σινεμά). Με την άλλη σταθερή του και διαρκή συνεργασία με τον Αντώνη Αντύπα και την Ελένη Καραΐνδρου έδωσε δείγματα υψηλού γούστου καλύπτοντας το ευρύ φάσμα ήθους, ύφους και στυλ από τον Ιψεν έως τους Ιρλανδούς, τον Πίντερ και την Αναγνωστάκη.
Θα χρειαστεί κάποτε ένας εικαστικός κριτικός να αναλύσει με κριτήριο τα υλικά που χρησιμοποίησαν οι έλληνες σκηνογράφοι και ενδυματολόγοι πώς η ιδιοφυΐα τους κατόρθωνε να κάνει μια λινάτσα βελούδο ελισαβετιανό και ένα χάρτινο σπετσάτο μαρμάρινη αίθουσα βασιλικής αυλής. Ο Πάτσας υπηρετώντας το θέατρο και σε εποχές ανέχειας, φτώχειας, κρίσης έδειχνε πάντα πως το ταλέντο δεν είναι μόνο αισθητικό όραμα αλλά και πεδίο θαυματοποιΐας, όπου όπως οι βυζαντινοί και αγιορείτες καλόγεροι βαφτίζει το κρέας ψάρι και τον τενεκέ πανοπλία.
Ο Πάτσας θριάμβευσε και σ’ αυτό αφού συχνά μετέτρεψε το σκουπίδι σε τιμαλφές και τα κουρέλια σε εσθήτες. Η πρόωρη εκδημία του μας στέρησε από τις σοφές σιωπές του γεμάτες ειρωνεία, επιφύλαξη και βαθιά κατανόηση των ανθρώπινων αδυναμιών και από ένα σκηνικό γούστο που σεβάστηκε τα κείμενα, τους εργάτες της σκηνής και το κοινό που αναζητεί πάντα στο θέατρο ειλικρίνεια, ακρίβεια, λιτότητα και σοβαρότητα. Εύχομαι τη μεγάλη παρηγοριά στη Νικαίτη Κοντούρη, αφού θα έχει να συντηρεί στη μνήμη μας ένα έργο που παρηγόρησε τη γενιά μας.