Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας διαθέτουν οι ΗΠΑ στο οποίο μετέχουν ο πρόεδρος κι ο αντιπρόεδρος της χώρας, οι υπουργοί Εξωτερικών και Αμυνας, εκπρόσωποι των τριών Οπλων, ο διευθυντής της CIA και κατά περίπτωση στελέχη του Λευκού Οίκου. Η σύνθεση του οργάνου παραπέμπει ευθέως σε επιτελικές αρμοδιότητες. Στον Καναδά το αντίστοιχο όργανο, που καταλήγει να είναι μονοπρόσωπο, ενσωματώνει και τις υπηρεσίες πληροφοριών και λειτουργεί συμβουλευτικά στον πρωθυπουργό. Στην Αυστραλία το Συμβούλιο Ασφαλείας είναι κυβερνητικό όργανο αντίστοιχο με το δικό μας ΚΥΣΕΑ. Παρόμοιο όργανο λειτουργεί και στη Βραζιλία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο το Συμβούλιο Ασφαλείας είναι υποεπιτροπή του κυβερνητικού συμβουλίου με μέλη ορισμένους Cabinet Ministers, ενώ στο Ισραήλ αποτελεί όργανο της κυβέρνησης που αναφέρεται απευθείας στον πρωθυπουργό, o οποίος δίνει κατευθυντήριες οδηγίες. Ανάλογα όργανα με το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας λειτουργούν στην Κίνα, στη Βόρεια Κορέα, στο Μπανγκλαντές, στην Τουρκία, στην Ουκρανία… Σε χώρες όπου διατηρείται ο θεσμός της βασιλείας το όργανο αυτό συναντάται ως Βασιλικό Συμβούλιο (the Crown Council).
Στην Ελλάδα όργανο αντίστοιχο με Συμβούλιο Ασφαλείας είναι το ΚΥΣΕΑ. Ως όργανο ανάλυσης και συνεννόησης, που ξεφεύγει από το στενό κυβερνητικό πλαίσιο, η κυβέρνηση Σημίτη ίδρυσε το 2003 το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ). Ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου κατήρτισε το σχετικό σχέδιο νόμου και μου ανέθεσε (ήμουν υφυπουργός Εξωτερικών) την υποστήριξή του στη Βουλή. Ετσι προέκυψε ο σχετικός νόμος 3132/2003. Είμαι επί περίπου δέκα χρόνια μέλος αυτού του οργάνου και μπορώ τεκμηριωμένα να διαβεβαιώσω πως δεν ανταποκρίθηκε στον ρόλο του. Περιορίστηκε σε όργανο ανάπτυξης απόψεων των υπουργών και των κομμάτων, δίχως να επιτευχθεί η ώσμωση ή έστω η αποδοτική οργανική σύνθεση πολιτικής, διπλωματίας και επιστήμης. Εχω κάνει επανειλημμένα προτάσεις βελτίωσης, αλλά δεν έχουν γίνει δεκτές. Το μόνο θετικό που συνεισφέρει το ΕΣΕΠ είναι η δυνατότητα που παρέχει με την ύπαρξή του να διαλύονται οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις πως τα συλλογικά όργανα μπορούν να υποκαταστήσουν την έλλειψη βούλησης για ουσιαστική συνεννόηση και διαμόρφωση κοινών πολιτικών.
Σήμερα πανθομολογείται πως κυρίως σε θέματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής οι κυβερνητικοί εταίροι θέλουν όλα να λειτουργούν σε επίπεδο ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, με ανεύθυνες μάλιστα και επιπόλαιες επιλογές και κινήσεις. Και στα θέματα εξωτερικής πολιτικής αφενός υπάρχουν θεμελιακές διαφωνίες ανάμεσα στους υπουργούς Αμυνας και Εξωτερικών και αφετέρου το θέμα της ΠΓΔΜ χρησιμοποιήθηκε για λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης (ασχέτως αν εξελίχθηκε σε μπούμερανγκ για την κυβέρνηση).
Σε αυτή, λοιπόν, τη συγκυρία δεν έχει νόημα η πρόταση για δημιουργία οργάνων όπου δήθεν θα επιτυγχάνεται η εθνική συνεννόηση. Είναι παγκοίνως γνωστό πως συνεννόηση δεν έχει επιτευχθεί μέσω της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών, των διμερών συναντήσεων του πρωθυπουργού με τους αρχηγούς των κομμάτων, της Επιτροπής Εξωτερικών και Αμυνας της Βουλής ή και του ΕΣΕΠ ακόμη. Ούτε, όμως, και η δημιουργία ενός αμυντικού συμβουλευτικού οργάνου, ενός ΕΣΑΠ δηλαδή, με οποιαδήποτε σύνθεση θα βοηθούσε σε κάτι. Η συζήτηση περί οργάνων είναι συζήτηση αποφυγής των υποχρεώσεών μας, αλλά και παραίτησης από κάθε εμπειρία που αποκτήθηκε στα σαράντα τέσσερα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Σε επίπεδο τελευταίας ανάλυσης, πρόκειται μια συζήτηση στην οποία συμμετέχουν εκείνοι που αναζητούν προσχήματα.
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη, που επί τρία χρόνια διχαστικού κυβερνητικού λόγου και πράξης δεν παρασύρθηκε και κράτησε υπεύθυνη και υποδειγματική στάση στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας της χώρας, νομιμοποιείται και δικαιούται να διατυπώνει την κριτική της απέναντι στις αυταπάτες, στις περί οργάνων συζητήσεις και του περί αυτών πονηρού δήθεν ενδιαφέροντος.