Μια κρύα νύχτα του χειμώνα, ένας καλοφτιαγμένος αλλά εμφανώς εξαθλιωμένος νεαρός –ρακένδυτος και πεινασμένος –χάνει τον δρόμο του και βρίσκεται έξω από μια απομονωμένη φτωχική αγροικία. Εκεί διαμένει ένας δύσμορφος άξεστος αγρότης μαζί με την όμορφη μα σεξουαλικά στερημένη γυναίκα του. Με τα πολλά, η γυναίκα πείθει τον άνδρα της να μοιραστούν με τον ξένο τη μοναδική τους κοτόπιτα. Ο ξένος αρχίζει να τρώει με βουλιμία έως τη στιγμή που ο αγρότης τον μαλώνει: «Κάνε κράτει. Αυτό το φαγητό το ‘χουμε για όλη τη βδομάδα». Ο ξένος παρατάει την κοτόπιτα θιγμένος και ρωτάει αν μπορεί κάπου να κοιμηθεί. Ο αγρότης προτείνει στο σκυλόσπιτο, αλλά η γυναίκα του, που λιμπίζεται ήδη τον νεαρό, αντιτείνει να πέσουν και οι τρεις στο μεγάλο κρεβάτι, με τον αγρότη στη μέση, για προστασία της οικογενειακής τιμής. Μετά τα μεσάνυχτα ακούγεται ένας θόρυβος από το κοτέτσι και ανήσυχος ο αγρότης τρέχει να δει τι συμβαίνει. Ξαναμμένη η γυναίκα στρέφεται προς τον ξένο: «Γρήγορα, έλα, τώρα είναι η ευκαιρία». Ο ξένος δεν χάνει λεπτό. Πετάγεται όρθιος και καταβροχθίζει την υπόλοιπη κοτόπιτα.
Είναι μία από τις άφθονες ψυχαγωγικές ιστορίες που αφηγείται ο βρετανός σκηνοθέτης Aλφρεντ Χίτσκοκ (1899 – 1980) στον γάλλο συνάδελφό του Φρανσουά Τριφό (1932 – 1984) και φιλοξενούνται στον καλαίσθητο τόμο Χίτσκοκ/Τρυφώ (εκδόσεις Υψιλον, 1986), σε μετάφραση Γιάννη Ιωαννίδη, με την επιμέλεια και τις εύστοχες σημειώσεις του Αχιλλέα Κυριακίδη. Στον Χίτσκοκ άρεσαν οι παραβολές. Οχι οι παραβολές σύμφωνα με την ιουδαϊκή/χριστιανική παράδοση, όπου πολλαπλασιάζονται οι άρτοι και οι ιχθύες, θεάνθρωποι περπατούν πάνω στα κύματα και ένα καλό θαύμα βρίσκεται διαρκώς εύκαιρο για να μας βγάλει από τα επίγεια αδιέξοδα, αλλά οι σύγχρονες παραβολές, ρεαλιστικές και ορθολογικές, που δεν αναδεικνύουν παρά μονάχα ένα θαύμα, το θαύμα του ανθρώπινου μυαλού, πάντοτε εφευρετικού και πάντοτε απρόβλεπτου.
Εξάλλου, ως σύγχρονες παραβολές μπορούν να «διαβαστούν» και σχεδόν όλες οι ταινίες του κορυφαίου δημιουργού, γεμάτες διορατικές παρατηρήσεις για την ανθρώπινη συμπεριφορά, τον τρόπο που βλέπουμε και τον τρόπο που κρίνουμε, επικρίνουμε, αδιαφορούμε ή συμπάσχουμε με αυτό που βλέπουμε. Χαρακτηριστική, εν προκειμένω, είναι η λεπτή διάκριση του Χίτσκοκ ανάμεσα στην έκπληξη και στο σασπένς, μια διάκριση που κυριαρχεί στα περισσότερα έργα του. Εάν μια παρέα στο πανί συζητάει γύρω από ένα τραπέζι και σκάσει ξαφνικά μια βόμβα, ο θεατής θα δοκιμάσει έκπληξη, μικρή ή μεγάλη, αλλά συναισθηματικά επιδερμική έως ανύπαρκτη. Εάν αντιθέτως ο θεατής γνωρίζει ότι θα σκάσει μια βόμβα, θα ανέβει όλη την κλίμακα του σασπένς, θα μοιραστεί μια πλούσια γκάμα συναισθημάτων ευθέως ή αντιστρόφως ανάλογη με τα συναισθήματα που νιώθει για όποιον έβαλε τη βόμβα ή για όποιους τιναχτούν στον αέρα –μιλάμε, ουσιαστικά, για εντελώς διαφορετική συναισθηματική επένδυση. Είναι και αυτός ο λόγος που ο Χίτσκοκ έδειχνε διά βίου περιφρόνηση προς το παραδοσιακό αστυνομικό who dunnit (ποιος το έκανε;) και δεν δίσταζε να μας αποκαλύψει την ταυτότητα του δολοφόνου από τα πρώτα κιόλας λεπτά.
Θα μπορούσαν άραγε οι πολιτικοί μας να διδαχτούν κάτι από τα νάματα του Χίτσκοκ; Εάν ήταν στο χέρι μου, θα τους περνούσα όλους από υποχρεωτικό σεμινάριο. Οι αποφάσεις τους μαρτυρούν συνήθως τόσο αυστηρή προσκόλληση στις δικές τους κοντόφθαλμες επιδιώξεις και τόσο βαθιά περιφρόνηση για τις επιδιώξεις των άλλων ή για τις ανεπιθύμητες επιπτώσεις από τις δικές τους πρωτοβουλίες, ώστε ένας μήνας μαντρωμένοι σε ένα δωμάτιο, με μοναδική συντροφιά τις ταινίες του θείου Aλφρεντ, θα βελτίωνε εντυπωσιακά το πολιτικό τους κριτήριο. Χώρια που θα το διασκέδαζαν κι από πάνω.