Και τώρα, τι θα του πει; Κι εμείς σας κάναμε κιμά στα Δερβενάκια; Ή θα επιμείνει στην πολιτικά ορθή διατύπωση του εθνικιστικού αφηγήματος που επιστράτευσε πρώτος ο ίδιος, στην ίδια επίκληση του προγονικού κλέους αλλά χωρίς τον πολιτικό χουλιγκανισμό εκείνου που του απάντησε ότι «πέσατε στη θάλασσα για να μην γίνετε παστά ψάρια στον Σαγγάριο»;
Το δίλημμα για τον Προκόπη Παυλόπουλο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Αν τίθεται, είναι για να καταδειχτεί πώς αυτοεγκλωβίστηκε σε έναν αντιπαραγωγικό διάλογο. Πώς επανέλαβε την ίδια σκηνή που είχε ζήσει στον καναπέ του προεδρικού μεγάρου με τον τούρκο πρόεδρο, πώς έπεσε στην παγίδα του δις εξαμαρτείν. Και, ακόμη χειρότερα, πώς ο άνθρωπος που εκπροσωπεί θεσμικά την ενότητα του έθνους έφτασε να εκπροσωπεί μόνο τον εαυτό του ή, το πολύ πολύ, εκείνο το τμήμα του έθνους, το πιο ευάλωτο, που μπορεί να πιστέψει ότι αυτό που χρειάζονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ο εθνεγερτικός λόγος –με ψιθυρίσματα εάν είσαι ο Παυλόπουλος ή με βρυχηθμούς εάν είσαι ο Καμμένος.
Εχει τη σημασία του ότι όλα αυτά δεν έγιναν στον καναπέ, αλλά με την απόσταση που χωρίζει την Αγκυρα από την Αθήνα. Και δεν είναι μόνο χιλιομετρική. Ξαναέγιναν σε μια στιγμή που η Αγκυρα άνοιξε ένα μέτωπο στη Συρία το οποίο έχει αρχίσει να ματώνει, ενώ ο Ταγίπ Ερντογάν ετοιμάζεται για εκλογές. Η Αθήνα δεν έχει ούτε ματωμένα μέτωπα, αλλά ούτε εκλογές που θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν τον Προκόπη Παυλόπουλο. Ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να το ενδιαφέρει ποιος θα βγει από την κάλπη σαν παστό ψάρι. Και ποιος θα γίνει κιμάς.