Τόπι το λέγαμε. Η μπάλα ήταν αυτό που παίζαμε εμείς. Το ποδόσφαιρο ήταν «το τόπι». «Πάλι στο τόπι θα πάτε;» έλεγε η γιαγιά μου. Και πηγαίναμε. Σε μια αλάνα με χώμα, το «γήπεδο» του ΑΟ Σύρου, όπου εμψυχώναμε την ομάδα φωνάζοντας «Κουράγιο και θα φτάσουμε στη Β’ Εθνική». Αλλά και στην Αθήνα, οι μεγαλύτεροι ξάδελφοί μου με έπαιρναν από πιτσιρίκα στο Καραϊσκάκης. Θυμάμαι αμυδρά τον Γιούτσο με κατεβασμένες κάλτσες, θυμάμαι τον Πάλλα του Αρη και αργότερα του Ολυμπιακού με ανεβασμένα μανίκια, θυμάμαι κυρίως τις λεμονάδες και τις πορτοκαλάδες που πουλούσαν οι «νταβλατζήδες» σε πλαστικά μπουκάλια, σε σχήμα λεμονιού και πορτοκαλιού αντίστοιχα. Μα πιο πολύ θυμάμαι τη συναρπαστική ατμόσφαιρα κυριακάτικης οικογενειακής γιορτής σε ένα περιβάλλον που έμοιαζε με ζωντανό λούνα παρκ.
Τότε δεν ξέραμε τους στίχους του Χικμέτ στους οποίους παραπέμπει το σύνθημα του «Ασπάλαθου». Και ο Σεφέρης δεν είχε ακόμη γράψει το τελευταίο του ποίημα, το «Επί ασπαλάθων» (δημοσιεύτηκε στο «Βήμα», τρεις ημέρες μετά τον θάνατό του). Η περίπτωση του κρητικού σωματείου είναι βέβαια κάπως ακραία, αφού το ποδόσφαιρο από τη φύση του είναι μια αναμέτρηση, και ένα γκολ που τρως δεν είναι το ίδιο με ένα γκολ που βάζεις. Μας θυμίζει όμως τη ρομαντική και ιδεαλιστική διάσταση του ποδοσφαίρου, τη συγκολλητική ύλη της κερκίδας. Αυτό το πετάρισμα στα μάτια των μικρανιψιών μου (πέντε και έξι ετών) όταν πάνε για προπόνηση. Τη συγκίνηση στο λιμάνι τη «Νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι», όπως την περιγράφει στο βιβλίο του ο Διονύσης Χαριτόπουλος. Τον φίλαθλο που έπεσε από την Ακρόπολη μετά την ήττα με 2-1 της Ελλάδας από την Τουρκία και δίνει την έμπνευση στον Κουμανταρέα για το «Δυο φορές Ελληνας». Κι εκείνον τον τύπο που καθόταν πίσω μου σε ένα ματς με τη Λίβερπουλ, και αφού σε όλη τη διάρκεια του αγώνα έβριζε, στο τέλος με χτύπησε στον ώμο και μου είπε με ύφος αρσακειάδας: «Κοπελιά, συγγνώμη. Παρασύρθηκα».