«Oι ΤΟΜΥ δίνουν ουσιαστικό περιεχόμενο στην έννοια της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας κι αλλάζουν τη φιλοσοφία του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Σκοπεύουμε να δημιουργήσουμε 239 ΤΟΜΥ σε μία δύσκολη δημοσιονομικά περίοδο και είμαστε σε θέση να πούμε ότι πετύχαμε εκεί που άλλοι απέτυχαν».
Αυτό ήταν το χτεσινό tweet του Πρωθυπουργού, με τον ίδιο να επαίρεται για την «εμβληματική» –όπως την έχει χαρακτηρίσει –μεταρρύθμιση στον πολύπαθο χώρο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ).
Ομως σύμφωνα με τις προθεσμίες – λάστιχο του υπουργείου Υγείας, οι 239 ΤΟΜΥ (Τοπικές Μονάδες Υγείας) θα έπρεπε να έχουν τεθεί σε λειτουργία στα τέλη του 2017. Στην πράξη έχουν εγκαινιαστεί περί τις 30 ΤΟΜΥ –εκ των οποίων αρκετές είναι δομές υγείας που υπολειτουργούσαν και πλέον απέκτησαν νέο ρόλο και… ταμπέλα.
Και ενώ η κυβέρνηση επιχειρεί να… ανανήψει τις δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας που επί χρόνια υπολειτουργούν και συνεπώς η ενίσχυσή τους αποτελεί πάγιο κοινωνικό αίτημα, τα νοσηλευτικά ιδρύματα έχουν αφεθεί στην τύχη τους.
Αντικαρκινικό Μεταξά
Αναμονή για ακτινοθεραπεία
«Το νοσοκομείο Μεταξά δημιουργήθηκε εξ αρχής ως αντικαρκινικό ίδρυμα. Για τις αρχές λειτουργίας του οι θεμελιωτές συνεργάστηκαν με τον Γεώργιο Παπανικολάου, ο οποίος είχε πλούσια εμπειρία από ανάλογα ιδρύματα στο εξωτερικό». Αυτή είναι η εισαγωγή που ξεδιπλώνει την ιστορία του νοσοκομείου του Πειραιά, το οποίο αποτελεί πυλώνα στην αντικαρκινική μάχη. Κι όμως, το Μεταξά, που ιδρύθηκε για να υπηρετήσει έναν τόσο ευαίσθητο τομέα και φιλοδοξούσε να ανταγωνιστεί αντίστοιχα ιδρύματα του εξωτερικού, δεν διαθέτει μαγνητικό τομογράφο. Τα καλά νέα είναι ότι απέκτησε (μέσω προγράμματος ΕΣΠΑ) έναν γραμμικό επιταχυντή (μηχάνημα ακτινοθεραπείας) τελευταίας τεχνολογίας. Το δεύτερο μηχάνημα μετρά ήδη 15 χρόνια ζωής, ενώ λειτουργεί και ένα κοβάλτιο που είναι 45 ετών και η χρήση του περιορίζεται πλέον στην παρηγορητική θεραπεία.
«Μπορούμε όμως να χρησιμοποιήσουμε μόλις το 10% των δυνατοτήτων του νέου, σύγχρονου μηχανήματος, καθώς δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα για αγορά απαραίτητων υλικών», είναι η απογοητευτική παραδοχή του ογκολόγου –ακτινοθεραπευτή και εκλεγμένου μέλους του Σωματείου Εργαζομένων στο νοσοκομείο Μεταξά Νίκου Μπουντούρογλου.
Ο προϋπολογισμός μειώθηκε κατά 30% τα τέσσερα πρώτα χρόνια του Μνημονίου. Εκτοτε, η κατάσταση χειροτερεύει κάθε χρόνο. Οι γιατροί έρχονται πλέον αντιμέτωποι ακόμη και με ελλείψεις συγκεκριμένων χημειοθεραπευτικών φαρμάκων, καθώς κάποιες εταιρείες αρνούνται να προμηθεύσουν επί πιστώσει. «Οι ασθενείς παραπέμπονται στα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ για να λάβουν την αγωγή και έπειτα επιστρέφουν για να υποβληθούν στη θεραπεία τους» λέει.
Οι περιγραφές του είναι… γροθιά στο στομάχι, με τον ίδιο να διαπιστώνει ότι «δεν λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες του ασθενούς», αφού το κράτος έχει αναλάβει ρόλο «λογιστή».
Το αποτέλεσμα είναι να χάνονται ευκαιρίες που πιθανόν να ήταν σωτήριες για τους ασθενείς. «Εάν το μηχάνημα παρέμενε ανοιχτό και κατά την απογευματινή βάρδια, θα εξυπηρετούσε επιπλέον 30 ασθενείς ημερησίως. Ομως δεν επαρκεί το προσωπικό» εξηγεί ο Νίκος Μπουντούρογλου.
Υπό τις αντίξοες αυτές συνθήκες, το ότι η αναμονή για ακτινοθεραπεία δεν ξεπερνά τους δύο μήνες αποτελεί για τον ακτινολόγο –ακτινοθεραπευτή του νοσοκομείου επίτευγμα. Και είναι επειδή, σύμφωνα με τον ίδιο, «το προσωπικό δίνει καθημερινό αγώνα».
Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ
«Εξαπλώνονται και τα ράντζα»
Το τελευταίο εξάμηνο καταγράφεται δραματική αύξηση προσέλευσης των ασθενών στο νοσοκομείο Γεώργιος Γεννηματάς, που αγγίζει το 30%. Τις ημέρες που εφημερεύει, οι γιατροί καλούνται να εξετάσουν 1.400 – 1.500 ασθενείς, με αποτέλεσμα να εξαντλούνται ακόμη και τα ράντζα.
Η υπομονή των ασθενών για την πλειονότητα των οποίων η επιλογή ενός δημοσίου νοσοκομείου είναι μονόδρομος, επίσης δοκιμάζεται: η αναμονή μπορεί να αγγίξει τις οχτώ ώρες.
«Είμαστε αντιμέτωποι με βαριές εφημερίες, με βαριά περιστατικά, με ράντζα και διασπορά ασθενών σε άλλα τμήματα, γιατί οι κλίνες δεν επαρκούν. Στην κυριολεξία δεν έχουμε πια το περιθώριο να εξυπηρετήσουμε και κυρίως να νοσηλεύσουμε άλλους αρρώστους», δηλώνει στα «ΝΕΑ» η συντονίστρια διευθύντρια της Γ’ Παθολογικής του Γ. Γεννηματάς και πρόεδρος της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας –Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) Ματίνα Παγώνη.
Και συνεχίζει: «Αυτό που προέχει είναι να περιθάλψουμε με ασφάλεια τους αρρώστους, αλλά το προσωπικό είναι εξαντλημένο. Μόνο το τελευταίο διάστημα συνταξιοδοτήθηκαν 70 γιατροί, ενώ η νοσηλευτική υπηρεσία μετρά 180 κενές θέσεις».
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ
Αντι χειρουργείων πιστοποιητικά σε… μαθητές
Τα «διαμάντια» του Ευαγγελισμού όπως η Νευροχειρουργική, η Καρδιοχειρουργική, η Γναθοχειρουργική Κλινική και η σύγχρονη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, καθώς και οι πρωτοποριακές επεμβάσεις στον τομέα των μεταμοσχεύσεων και όχι μόνον, έχουν συμβάλει στη φήμη του μεγαλύτερου νοσοκομείου της χώρας.
Και ενώ θα περίμενε κανείς ότι η κεντρική στόχευση θα ήταν η ενδυνάμωση του τριτοβάθμιου ρόλου του Ευαγγελισμού, η «ναυαρχίδα» του ΕΣΥ έχει πέσει θύμα της κρίσης και της απουσίας ΠΦΥ.
Σε κάθε γενική εφημερία αναζητούν ιατρική φροντίδα εκεί περί τους 1.000 –1.800 ασθενείς, με το σύστημα να φρακάρει.
Από τις 23 υπερσύγχρονες χειρουργικές αίθουσες λειτουργούν μόλις οι 13 –οι υπόλοιπες περιμένουν ερμητικά κλειστές τους αδιόριστους νοσηλευτές. «Είχαν προκηρυχθεί 64 θέσεις στα τέλη του 2016, όμως δεν έχει τοποθετηθεί ούτε ένας νοσηλευτής. Μάλιστα, σε δύο αίθουσες έχει καθυστερήσει και ο απαραίτητος εξοπλισμός», υπογραμμίζει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στον Ευαγγελισμό και διευθυντής της Β’ Καρδιολογικής κλινικής Ηλίας Σιώρας.
Κάπως έτσι γιγαντώνεται η λίστα αναμονής για προγραμματισμένα χειρουργεία: για αφαίρεση θυρεοειδούς η αναμονή φτάνει τον μισό χρόνο. Ο Ηλίας Σιώρας διαπιστώνει με ανησυχία ότι «κάθε ημέρα περνάνε από τα εξωτερικά ιατρεία, τα επείγοντα και τις κλινικές χιλιάδες ασθενείς. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι λειτουργούμε σαν ένα γιγαντιαίο κέντρο υγείας. Το νοσοκομείο έχει χάσει ένα σημαντικό μέρος από τον τριτοβάθμιο χαρακτήρα του. Δεν μπορεί ο Ευαγγελισμός να δίνει πιστοποιητικά υγείας για τους μαθητές επειδή δεν υπάρχει πρωτοβάθμια δημόσια δομή, για παράδειγμα, στο Παγκράτι. Σκοπός των νοσοκομείων δεν είναι να αντιμετωπίζουν μια απλή γρίπη ή έναν υψηλό πυρετό».
ΓΕΝΙΚΟ ΝΙΚΑΙΑΣ
Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας
Στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας πραγματοποιήθηκε πρόσφατα συγκέντρωση του προσωπικού όλων των κλάδων με ελαστικές σχέσεις εργασίας. Στο αμφιθέατρο συγκεντρώθηκαν όλοι: επικουρικοί γιατροί, νοσηλευτές και τεχνολόγοι εργαστηρίων, βοηθητικό προσωπικό με συμβάσεις ΟΑΕΔ, και εργαζόμενοι στη φύλαξη και τη σίτιση.
Ειδικότερα, από τους 2.800 επικουρικούς γιατρούς του ΕΣΥ οι 30 υπηρετούν στη Νίκαια. «Εως το τέλος του έτους οι συμβάσεις τους θα λήξουν. Εάν το νοσοκομείο εγκρίνει νέα θέση, τότε θα επιλεγεί ο επόμενος της λίστας. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ένα τεράστιο πρόβλημα –αυτό της ασυνέχειας στη λειτουργία των κλινικών. Το υπουργείο Υγείας εντούτοις επιδεικνύει μια εμμονή στην ανακύκλωση της ανεργίας» τονίζει ο νευροχειρουργός –γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ) Παναγιώτης Παπανικολάου.
Στο ίδιο νοσοκομείο υπηρετούν τουλάχιστον 25 επικουρικοί νοσηλευτές, οι οποίοι δεν έχουν αποζημιωθεί για τις υπερωρίες των τελευταίων πέντε μηνών. Αιτία; «Ο πάρεδρος δεν εγκρίνει το κονδύλι, βασιζόμενος σε απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου (δεν έχει εκδοθεί ακόμη) που κρίνει την παράταση που έχουν λάβει μη σύννομη» εξηγεί.
«Κρίνουμε ότι το νοσοκομείο μας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του ΕΣΥ, που πλήττεται από την υποχρηματοδότηση, την υποστελέχωση και τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις» προσθέτει ο Παναγιώτης Παπανικολάου.
Ανοιχτή πληγή, όπως λέει, είναι και οι ελλείψεις κλινών ΜΕΘ. «Λειτουργούν 11 – 12 από τις συνολικά 18, όταν οι ανάγκες του νοσοκομείου είναι για πάνω από 50. Διασωληνωμένοι ασθενείς νοσηλεύονται σε διαδρόμους, ενώ αναβάλλονται χειρουργεία λόγω έλλειψης κρεβατιών».
Σύμφωνα με τον ίδιο το κονδύλι για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών είναι δυσανάλογο της προσφοράς του νοσοκομείου. «Εχει οριστεί “ταβάνι” στα 28 εκατομμύρια. Πέρυσι εξαντλήθηκε στα μέσα Οκτωβρίου. Φέτος προβλέπουμε, εξαιτίας της αυξημένης κίνησης, ότι θα λήξει τον Σεπτέμβριο».
ΓΕΝΙΚΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
Καρδιολογικό με έναν καρδιογράφο
Οι ανελκυστήρες του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας έχουν… μονοπωλήσει την επικαιρότητα. Τον Φεβρουάριο του 2017, επί δύο συνεχόμενες ημέρες, γιατροί νοσηλευτές και ασθενείς εγκλωβίστηκαν σε ένα από τα ασανσέρ που «έπεσε» κατά δύο και πέντε ορόφους αντίστοιχα.
Τον Μάρτιο του 2018 το πρόβλημα θεωρείται λήξαν: «Μετά από επανειλημμένες διαμαρτυρίες λειτουργεί ένας και μοναδικός ανελκυστήρας στο κεντρικό κτίριο, για το προσωπικό και τους συνοδούς. Επειδή όμως δεν “τραβούσε”, τοποθέτησαν εντός του θαλάμου φράχτη για να μειωθεί ο αριθμός των ατόμων που χωράει και συνεπώς των κιλών που σηκώνει», λέει ο πρόεδρος της Ενωσης Ιατρών Νοσηλευτηρίων Κέντρων Υγείας Λάρισας(ΕΙΝΚΥΛ) Λάμπρος Καραγεώργος.
Τα… βαριά συμπτώματα της ανεπαρκούς κτιριακής συντήρησης δεν σταματούν εδώ. «Το νοσοκομείο κατασκευάστηκε τη δεκαετία του ’30 και ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του ’80. Συναντάμε προβλήματα σε όλα τα επίπεδα: στην ψύξη, στη θέρμανση, στους ανελκυστήρες… Οι σοβάδες πέφτουν, τα ζητήματα καθαριότητας και υγιεινής είναι τεράστια». Επιπλέον, υπάρχουν ελλείψεις σε εξοπλισμό πρώτης γραμμής: σε μόνιτορ, απαραίτητα υλικά όπως είναι τα τεστ τροπονίνης, σε σεντόνια και κρεβάτια… Ο ίδιος επισημαίνει ότι πιθανόν το καρδιολογικό εξωτερικό ιατρείο του νοσοκομείου να είναι το πλέον τεχνολογικά… γυμνό στο ΕΣΥ: «Λειτουργεί με έναν μόνον καρδιογράφο –χωρίς υπέρηχο, χωρίς holder, χωρίς ηχοκαρδιογράφο, χωρίς πλήρη οργάνωση και δυνατότητα καταγραφής των ασθενών».
Κι όμως, το Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας εξυπηρετεί κατά μέσο όρο ετησίως περί τους 80.000 ασθενείς, καταγράφοντας παραπλήσιο αριθμό επισκέψεων στα εξωτερικά ιατρεία και τα επείγοντα με το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της πόλης.