Οταν το 2015 το Βραβείο της Λειψίας για το καλύτερο λογοτεχνικό βιβλίο της χρονιάς απονεμήθηκε στον Γιαν Βάγκνερ, ο γερμανός έγινε ο πρώτος ποιητής και όχι μυθιστοριογράφος που τιμήθηκε με τη διάκριση. Δύο χρόνια αργότερα, το 2017, πρόσθεσε στο παλμαρέ του και το περίβλεπτο Βραβείο Γκέοργκ Μπίχνερ, δοσμένο στο παρελθόν σε λογοτέχνες όπως ο Γκίντερ Γκρας, η Ελφρίντε Γέλινεκ, ο Χάινριχ Μπελ. Από τη μεριά του, ο 47χρονος ποιητής έγραφε το 2011 σε ένα δοκίμιό του, «Ο περίκλειστος χώρος», ότι η ποίηση είναι «το πιο παραμερισμένο, περίπου απολησμονημένο λογοτεχνικό είδος», ενώ σε ένα ακόμα, το «Σανδάλι του προφήτη» το 2017 σημείωνε ότι στην καλύτερη περίπτωση η ποίηση αντιμετωπίζεται ως ένας «αξιαγάπητος αναχρονισμός».
Συνιστούν άραγε οι βραβεύσεις των ποιητών την καλύτερη απάντηση στην πεποίθηση ότι η τέχνη τους είναι «απολησμονημένη»; Ισως εξαρτάται από την εποχή ή την περίπτωση. Σε εκείνη του Βάγκνερ, η αφηγηματική δεξιότητα, η εικονοποιητική ικανότητα και η γλωσσική προσήνεια μοιάζουν αρετές που αξίζει να βραβευτούν. Την ίδια στιγμή, ο Γερμανός έχει συγκρίνει σε ποιήματά του το ρόλο του ποιητή, με έναν μελισσοκόμο τη στιγμή που καλύπτεται από τις μέλισσες ή με ένα χαμαιλέοντα που χωνεύεται στα χρώματα. Οχι ότι το κοινό του δεν έχει την ευκαιρία να τον απολαύσει: στις 23 Μαρτίου, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης αλλά και την Αθήνα Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου, ο Βάγκνερ καλεσμένος του Δήμου Αθηναίων και του Ινστιτούτου Γκαίτε θα παρουσιάσει στο δεύτερο, παρουσία του μεταφραστή και ομοτέχνου του Κώστα Κουτσουρέλη, μια συλλογή 25 ποιημάτων του, που θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Κίχλη.

Είναι η πρώτη φορά που ποιήματά σας μεταφράζονται στα ελληνικά. Μερικές σκέψεις, με δεδομένες τις ενίοτε τεταμένες σχέσεις των δύο χωρών;

Ευτυχώς, από τη μεριά των ποιητών ελλήνων, γερμανών ή οποιασδήποτε χώρας και προέλευσης ούτε υπήρχαν ούτε πρόκειται να υπάρξουν εντάσεις πέρα από κάποιο απολύτως προσωπικό επίπεδο. Οχι μόνο οι ποιητές αλλά και οι συγγραφείς σε όλη την Ευρώπη εμπλέκονται ακόμα και σήμερα σε μια αδιάκοπη διαδικασία ανταλλαγών, μεταφράσεων και εκμάθησης από τις διαφορετικές παραδόσεις. Αυτή είναι, υποθέτω, η κατεύθυνση που οραματιζόταν ο Γκαίτε όταν καθιέρωνε τον όρο Weltpoesie – παγκόσμια ποίηση. Ωστόσο, ήταν πολύ λυπηρό να βλέπει κανείς πόσο γρήγορα μπορούν να επιδεινωθούν οι σχέσεις ανάμεσα σε φιλικά διακείμενες μέχρι τώρα και για πολύ καιρό συμμαχικές χώρες και λαούς –ακόμα και εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ηταν κάτι που σίγουρα έπρεπε να λειτουργήσει σαν προειδοποίηση για όσους πιστεύουμε σε μια διασυνοριακή πολιτισμική ανταλλαγή βασισμένη στην εμπιστοσύνη και την αλήθεια.

Ανεξαρτήτως χωρών, ένα ακόμα διατοπικό χαρακτηριστικό της ποίησης είναι ότι θεωρείται παραμελημένο λογοτεχνικό είδος. Εχετε γράψει ότι στην καλύτερη περίπτωση αντιμετωπίζεται σαν ένας «αξιαγάπητος αναχρονισμός». Ηταν πάντοτε έτσι;

Σπανίως η ποίηση επιλεγόταν από την πλειοψηφία των αναγνωστών. Εχει συμβεί πάντως, αν αναλογιστείτε τα ακροατήρια στα οποία διάβαζε ποιήματά του ο Πάμπλο Νερούδα ή αν είχατε την ευκαιρία να δείτε τα πλήθη που η ποίηση συγκεντρώνει σε κάποια μέρη της Λατινικής Αμερικής μέχρι σήμερα –να είστε βέβαιος ότι θα ξανασυμβεί κι αλλού. Είναι γεγονός ότι και στην Γερμανία (την οποία παρατηρώ ευκολότερα) τα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια η ποίηση γνώρισε μια εντυπωσιακή εκδοτική παραγωγή, με πολλούς αξιοσημείωτους νέους ποιητές να αναδεικνύονται, φαινόμενα που αργά αλλά σταθερά θα προσεχθούν από ένα αυξανόμενο κοινό. Κατά βάθος πιστεύω ότι η ανάγκη για ποίηση είναι οικουμενική· αν ισχύει αυτό, τότε το ακροατήριό της είναι άπειρο, ακόμα και αν το ίδιο δεν γνωρίζει προς το παρόν ότι συνιστά ακροατήριο.

Βραβεία όπως το περίβλεπτο Γκέοργκ Μπίχνερ, με το οποίο τιμηθήκατε, φέρνουν την ποίηση στο προσκήνιο;

Σίγουρα, παρόμοια βραβεία γνωστοποιούν σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων ότι η ποίηση εξακολουθεί να γράφεται σήμερα. Ισως βοηθούν και στον περιορισμό συγκεκριμένων προκαταλήψεων που την αφορούν και επιβιώνουν πεισματικά. Ισως ο κόσμος διαπιστώσει ότι τελικά μπορεί και να αξίζει να ανοίξει μια ποιητική συλλογή που τόσα χρόνια παραμελούσε.

Από την άλλη, ποια μπορεί να είναι η σχέση του μέσου αναγνώστη με την ποίηση σε μια εποχή αμέτρητων ψηφιακών αντιπερισπασμών;

Νομίζω ότι ένα ποίημα μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα είδος καταφυγίου. Σαν μια πρόσκληση να κάνεις ένα βήμα πίσω από τον καταιγισμό και τη βαβούρα, να μειώσεις ταχύτητα και να στοχαστείς, αποδεχόμενος το κάλεσμα του ποιήματος προς μια καινούργια κι απροσδόκητη οπτική γωνία πάνω στη γλώσσα, τον εαυτό και τον κόσμο που μας περιβάλλει. Ενα ποίημα είναι πάντοτε ένας τρόπος να σκεφτείς τα πράγματα εκ νέου. Επομένως, συνιστά και έναν μικροσκοπικό αλλά πανίσχυρο φορέα ασυνήθιστης ελευθερίας.

Στο ίδιο πλαίσιο, πόσο εύκολα επιτυγχάνεται η «λεπταίσθητη παρατήρηση του ελάχιστου» που έχει αποδοθεί στην ποίησή σας;

Αν μέσα σε αυτόν τον τεράστιο σωρό πληροφοριών, σε αυτό το ανακάτωμα εντυπώσεων που μας προσφέρεται καθημερινά, βρεθεί εκείνη η μία λεπτομέρεια την οποία αξίζει να αναλογιστεί κανείς, τότε είναι αρκετά εύκολο να κλείσεις τους διακόπτες των υπόλοιπων μέσων. Επίσης, τουλάχιστον για μένα, πάντοτε ήταν πιο απολαυστικό να κάνω ένα διάλειμμα και να σκέφτομαι ένα μόνο πράγμα. Να το αναποδογυρίζω ξανά και ξανά. Κι έπειτα άλλη μια φορά μέχρι να δω τι εκπλήξεις μπορεί να επιφυλάσσει.

Μοιάζει επόμενο που στα ποιήματά σας καμιά ιστορία, οσοδήποτε ασήμαντη, δεν αξίζει να αγνοηθεί. Ποια είναι τα συστατικά μιας καλής αφήγησης;

Στ’ αλήθεια πιστεύω ότι ένα ποίημα μπορεί να διαθέτει αφηγηματικά συστατικά, είναι όμως προτιμότερο να υπαινίσσεται μια ιστορία, της οποίας η αρχή και το τέλος μπορεί να έγκεινται εκτός του· δεν θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να εξιστορεί κάθε λεπτομέρεια από το Α ώς το Ω, αλλά να αφήνει κάποια απαραίτητα κενά, ώστε να καλυφθούν από τον αναγνώστη με τις δικές του εμπειρίες και προσδοκίες.
Ούτε οι απεικονίσεις λείπουν από το έργο σας: λέπια σαν μουσικές νότες, πορτοκάλια σαν κάρβουνα, το σχήμα της Νέας Ζηλανδίας στον χάρτη. Κάποιος θα το έβρισκε αναμενόμενο στο πλαίσιο ενός «πολιτισμού της εικόνας». Ή μήπως η σχέση με την ποίηση είναι πιο παλιά;
Είναι πράγματι. Και για μένα, τουλάχιστον, η ισχυρή και αναπάντεχη μεταφορά, η καθηλωτική εικόνα συμπεριλαμβάνονταν ανέκαθεν στα βασικά θέλγητρα της ποίησης. Η μουσικότητα, βεβαίως, είναι ένα από αυτά.

Πόσο σημαντική είναι η φόρμα και η δομή στο έργο σας;
Ενα ποίημα αποτελείται πάντοτε από γλώσσα μορφοποιημένη. Η μορφή και το περιεχόμενό του είναι αλληλοεξαρτώμενα. Είναι κρίσιμο για μένα να έχω όλες τις μορφές και τις παραδοσιακές δομές –όλες δηλαδή τις λεπτομέρειες της τέχνης μου που αφορούν στο μέτρο και στην ομοιοκαταληξία –στο πίσω μέρος του μυαλού μου ώστε να τις επιστρατεύω αν το απαιτεί το υπό επεξεργασία ποίημα. Δεν μιλώ για το να διατηρείς ζωντανή μια παράδοση χάριν του εαυτού της· αντίθετα, όλες αυτές οι δομές (αν μιλάμε για παραδοσιακές δομές), διαθέτουν τη δική τους ομορφιά, τη δική τους γοητευτική δομή, που ενδέχεται να συμβάλλουν στη τελειοποίηση ενός ποιήματος. Πάνω από όλα, είναι ακριβώς το γεγονός ότι η αυστηρότητα και ο περιορισμός μιας συγκεκριμένης φόρμας σε ωθούν να σκάψεις βαθύτερα, να σκεφτείς πλατύτερα, να επιλέξεις διαδρομές που δεν είχαν ληφθεί υπόψη ή που θεωρούνταν αδιανόητες μέχρι αυτή τη στιγμή. Ετσι, παραδόξως, από μια αυστηρή δομική πειθαρχία ενδέχεται να προκύψει μια ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία που θα οδηγήσει στην ομορφότερη στιγμή από όλες: εκείνη όπου ο ποιητής εκπλήσσεται από το ίδιο του το ποίημα.

Ελληνες ποιητές γνωρίζετε; Eχετε επισκεφτεί τη χώρα μερικές φορές.
Αλήθεια είναι. Εχω περάσει μια όμορφη εβδομάδα κοντά στην Κυπαρισσία, δουλεύοντας σε ένα καλλιτεχνικό εγχείρημα με θέμα τα ελαιόδεντρα, μαζί με έναν ποιητή ακόμα και δύο εικαστικούς. Εχω επίσης επισκεφθεί την Κρήτη πάνω από μία φορά, αν και πρέπει να παραδεχθώ ότι εντέλει πολύ λίγα πράγματα έχω δει από την Ελλάδα. Ελληνες ποιητές έχω διαβάσει μάλλον λίγους, μόνο από μετάφραση, ξεκινώντας με τους κλασικούς, συνεχίζοντας με τους μοντέρνους κλασικούς, όπως τον Ελύτη, τον Καβάφη, τον Σεφέρη και φυσικά τον Ρίτσο, και περιλαμβάνοντας τελικά και σύγχρονους, όπως τον Χάρη Βλαβιανό: όλοι οι παραπάνω έχουν τύχει καλών μεταφράσεων στα γερμανικά και είναι διαθέσιμοι από μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Πρόσφατα διάβασα και μια αγγλική ανθολογία ονόματι «Austerity Measures» που παρουσιάζει πολλούς, ακόμα νεότερους ποιητές από την Ελλάδα.

Μελισσουργός
Εκεί όπου εξαφανίζεται ο ποιητής
Πότε και γιατί αρχίσατε να γράφετε;
Ξεκίνησα στην ηλικία των δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε, με τον τρόπο που πιθανότατα ξεκινούν οι περισσότεροι ποιητές: διαβάζοντας και έπειτα μιμούμενος τους ομοτέχνους που εντόπιζα σε βιβλία και που θαύμαζα το έργο τους. Γερμανούς φυσικά, αλλά πολύ γρήγορα και αγγλόφωνους.

Σε κάποια ποιήματά σας ο ποιητής συγκρίνεται υποδηλωτικά με έναν μελισσουργό τη στιγμή που σκεπασμένος από το μελίσσι παραδίδεται στα περιβάλλοντα όντα ή με έναν χαμαιλέοντα που χωνεύεται στα χρώματα και κρύβεται στον κόσμο. Η προσωπικότητά του σαν να ξεθωριάζει. Ισχύει;
Εν μέρει, ναι. Πάντοτε απολάμβανα εκείνη την ποίηση όπου καμιά προσωπική ευαισθησία και βιογραφική λεπτομέρεια δεν είναι ευδιάκριτη και όπου ο ποιητής εξαφανίζεται (ακριβώς όπως ο χαμαιλέοντας) πίσω από το σαγηνευτικό σώμα της γλώσσας,

το ποίημα.

info

Ο Γιαν Βάγκνερ θα διαβάσει ποιήματά του στο ΙνστιτούτοΓκαίτε στις 23 Μαρτίου στις 19.30, παρουσία του μεταφραστή τουκαι ποιητή Κώστα Κουτσουρέλη.Η ανθολογία ποιημάτων του θα κυκλοφορήσει στις 22 Μαρτίουαπό τις εκδόσεις Κίχλη.

Jan Wagner

Το σπουργίτι του Γκέρικεκαι άλλα ποιήματα

Μτφ. – σημειώσεις – επίμετρο Κώστας Κουτσουρέλης, εκδ. Κίχλη, σελ. 96

Tιμή: 9 ευρώ