Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στη χθεσινή «Ρεπούμπλικα»: ο προσωρινός γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος μιλάει από το βήμα της συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής. Και ο φακός συλλαμβάνει διάφορους πρωτοκλασάτους στις πρώτες σειρές του ακροατηρίου, υπουργούς και υφυπουργούς, νυν και πρώην δημάρχους, να χαζεύουν τα κινητά τους.
Εντάξει, τα έχουν αυτά οι ήττες. Κάπως πρέπει να αντιμετωπίσει κανείς την κατήφειά του, η θλίψη της συντριβής στις κάλπες δεν είναι πολιτική, είναι ανθρώπινη, το ίδιο και η επιθυμία της απόδρασης από την πραγματικότητα. Αν όμως αξίζει να σταθεί κανείς σε αυτήν την εικόνα, είναι επειδή αποτυπώνει κάτι παραπάνω από μια ανθρώπινη σκηνή. Είναι επειδή συμβολίζει μια πολιτική κατάσταση που δεν αφορά μόνο την ιταλική Κεντροαριστερά, αλλά σχεδόν όλα τα κεντροαριστερά κόμματα της Ευρώπης: μια κατάσταση εκλογικής καθίζησης.
Είναι σαν ένα φαινόμενο ντόμινο. Πριν πασοκοποιηθεί η ιταλική Κεντροαριστερά, είχε πασοκοποιηθεί η γερμανική και πιο πριν η γαλλική και κάπου εκεί και η ισπανική. Σε όλες τις εκδοχές της, από τις πιο μετριοπαθείς έως τις πιο ακατέργαστες, η σοσιαλδημοκρατία μετράει θύματα. Κι εκείνο το κομμάτι που απέμεινε ζωντανό υποφέρει –από τι άλλο; –από κρίση ταυτότητας.
Η οθόνη του κινητού είναι πάντα μια λύση. Είναι ένας τρόπος να μην ακούς κανέναν. Ή, ακόμη καλύτερα, να αισθάνεσαι ότι δεν είσαι με κανέναν –κι ας είσαι με άλλους χίλιους στην ίδια αίθουσα. Από αυτήν την άποψη δεν έχει σημασία εάν ο Θεοδωράκης πήγε στον Τσίπρα για να συζητήσουν για τα εθνικά και την μπάλα. Σημασία έχει εάν θα ανάψει η οθόνη του κινητού του στο ιδρυτικό Συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής. Ή εάν θα μείνει σβηστή με τον ίδιο να ακούει όλος αφτιά τη Φώφη.