Περισσότερους από πέντε μήνες μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας, τον περασμένο Σεπτέμβριο, συγκροτήθηκε επιτέλους ένας νέος μεγάλος συνασπισμός. Δεν υπάρχουν όμως πολλοί λόγοι εορτασμού. Ο νέος μεγάλος συνασπισμός είναι ένας γάμος συμφερόντων, χωρίς αγάπη, χωρίς κυρίαρχο όραμα. Αποτελεί ένα καλό αποτέλεσμα για τη βραχυπρόθεσμη σταθερότητα της Γερμανίας, ιδιαίτερα όσον αφορά την Ευρώπη. Είναι όμως ένα αβέβαιο αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα, αν αναλογιστεί κανείς τις βαριές πολιτικές αποσκευές του συνασπισμού, και ένα κακό αποτέλεσμα για τη δημοκρατία, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η λαϊκιστική απειλή εντείνεται. Θα μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει πως η συρρίκνωση του συνασπισμού της Μέρκελ είναι κάτι καλό για τη δημοκρατία. Καθώς τα κυβερνητικά κόμματα μετά βίας ελέγχουν περισσότερο από το ήμισυ της Μπούντεσταγκ, δεν «σκεπάζουν» πλέον την αντιπολίτευση καθιστώντας την αλυσιτελή. Το πρόβλημα είναι πως το μεγαλύτερο επίσημο κόμμα της αντιπολίτευσης είναι σήμερα το AfD. Επιπλέον, το μερίδιο της Μπούντεσταγκ που κρατούν αντιπολιτευόμενα κόμματα, τα οποία είναι μόνο μερικώς πιστά στη φιλελεύθερη δημοκρατία –το AfD και το αριστερό ισοδύναμό του, το Die Likne (Η Αριστερά) -, πλησιάζει πλέον στο ένα τέταρτο. Από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε να γίνει ακροδεξιό κόμμα η μεγαλύτερη αντιπολιτευόμενη δύναμη ή να ελέγχουν αντιφιλελεύθερες δυνάμεις τόσο μεγάλο κομμάτι της Μπούντεσταγκ.
Αυτό το ανελεύθερο αποτέλεσμα είναι ευθεία συνέπεια της συμμετοχής του SPD στην κυβέρνηση Μέρκελ. Αν το SPD είχε παραμείνει στην αντιπολίτευση, όπως είχε δεσμευτεί έπειτα από το κακό εκλογικό του αποτέλεσμα, θα μπορούσε να περάσει τα επόμενα τέσσερα χρόνια ανανεώνοντας το πρόγραμμα και τη βάση των μελών του, λειτουργώντας παράλληλα ως ισχυρός αντίπαλος τόσο της Μέρκελ όσο και των δεξιών και αριστερών λαϊκιστών. Μια κυβέρνηση μειοψηφίας CDU/CSU υπό την ηγεσία της Μέρκελ θα σήμαινε ανοιχτή συζήτηση για όλα τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα και τις νομοθετικές προτάσεις, ζωηρεύοντας την Μπούντεσταγκ και δείχνοντας στο κοινό πως τα πολιτικά κόμματα έχουν ρόλο και πως ένας μεγάλος συνασπισμός δεν είναι απαραίτητος για την πρόοδο.
Αντ’ αυτού, η Γερμανία πήρε μια κυβέρνηση που θα εφαρμόσει ένα προκαθορισμένο σετ πολιτικών, όπως το προσδιορίζει η συμφωνία των 170 σελίδων που επιτεύχθηκε πίσω από κλειστές πόρτες –και το οποίο υπόσχεται περισσότερα από τα ίδια. Τα μέλη της θα συμμετάσχουν σε όλες τις ίδιες επαγγελματικά χορογραφημένες και καλοπροβαρισμένες συζητήσεις, την τελετουργική επίδειξη μιας νομοθετικής διαδικασίας που υποβιβάζει το Κοινοβούλιο αφού το αποτέλεσμα είναι προκαθορισμένο. Για την Ευρώπη, αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να αναμένονται, ευτυχώς ή δυστυχώς, σημαντικές μεταβολές στην προσέγγιση της Γερμανίας. Ο Εμανουέλ Μακρόν δεν πρόκειται να δει κάποιο γερμανικό χέρι να απλώνεται προς το μέρος του ώστε να συνεργαστεί μαζί του για τη μεταρρύθμιση της ΕΕ, αν και μπορεί να καταφέρει να αρπάξει ένα – δυο δάχτυλα. Βέβαια, η πολιτική προσέγγιση του νέου μεγάλου συνασπισμού θα είναι, από ορισμένες απόψεις, διαφορετική. Η Μέρκελ αναγκάστηκε να ενδώσει στο SPD σε σημαντικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων της ευρωπαϊκής πολιτικής και της αγοράς εργασίας. Ως αποτέλεσμα, το συνολικό νομοθετικό πρόγραμμα που περιγράφεται στη συμφωνία σχηματισμού κυβέρνησης είναι περισσότερο σοσιαλδημοκρατικό από ό,τι οποιουδήποτε από τους προηγούμενους μεγάλους συνασπισμούς.
Τελικά, όμως, η Γερμανία μπορεί να περιμένει προς το παρόν περισσότερα από τα ίδια. Αυτό θα κρατήσει την κυβέρνηση σταθερή βραχυπρόθεσμα. Είναι όμως μια γιορτή για τους λαϊκιστές –και μια χαμένη ευκαιρία για τη δημοκρατία. Οι γάμοι δίχως αγάπη μπορεί να κρατήσουν καιρό, αλλά σπανίως έχουν καλή κατάληξη.
O Χέλμουτ Κ. Ανχαϊερ είναι πρόεδρος και καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Hertie School of Governanceτου Βερολίνου.