Αντίγραφο της πολιτικής που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ για να αλώσει την εξουσία σε κλίμακα 1/10, ίσως και μικρότερη, αποτελούν τα όσα συνέβησαν τα τρία τελευταία χρόνια στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Το «ηθικό πλεονέκτημα» αποτέλεσε τη μαγιά. Το «παλιό» που είναι «διεφθαρμένο» ήταν ο αντίπαλος. Ιστοσελίδες που δημιουργήθηκαν εν είδει πολιορκητικού κριού στοιχήθηκαν πίσω από τη δόλια πολιτική και χάραξαν τον στίβο μάχης. Φόρεσαν τους λευκούς μανδύες της ευνομίας, αυτοαποκαλέστηκαν εκφραστές της «μόνης αλήθειας» και με την τριαδικότητα της αγιοσύνης τους κατάφεραν να πείσουν για τις ψυχωφελείς προθέσεις τους.
Στο οπλοστάσιο των επιχειρημάτων τους ήταν οι βαρείς χαρακτηρισμοί επί δικαίους και αδίκους και η αποδόμηση του αντιπάλου με φτηνά ψευδολογήματα.
Φτάσαμε έτσι στο σημείο να ενωθούν σαν τις σάπιες σταφίδες όλοι όσοι βρίσκονταν στη σκιά των επιτυχιών του Ολυμπιακού, έχοντας πειστεί πως για την κακή τους μοίρα φταίνε οι Ερυθρόλευκοι.
Το τσουνάμι που δημιουργήθηκε σάρωσε την Ομοσπονδία, τη διαιτησία, ακόμα και το Γεώργιος Καραϊσκάκης, το οποίο εν μια νυκτί, από σπίτι της Εθνικής μετατράπηκε σε «ετοιμόρροπη παράγκα» της Γαλανόλευκης.
Οι εκλεκτοί της κυβέρνησης και οι ακριβοπληρωμένες ρομφαίες της γραφής είχαν πετύχει τον στόχο τους. Επέβαλαν τη «νουβέλ βαγκ» του ποδοσφαίρου, του 50-50, της ισονομίας, των τακτικών δικαστών. Τα είχαν υπολογίσει όλα, πλην ενός: την εκπυρσοκρότηση του 38αριού Smith & Wesson.