«Ο πατέρας μου είναι παρών σαν φάντασμα»
«Η μνήμη εκείνης της εποχής είναι μια μαύρη τρύπα. Τρία πράγματα, τρεις παθογένειες έχουν γεμίσει αυτήν την τρύπα. Η σιωπή –δεν μιλάει κανείς. Η ντροπή –είναι σαν να είμαστε όλοι ένοχοι για κάτι. Και, τώρα τελευταία, η νοσταλγία. Ούτε η σιωπή, ούτε η ντροπή, αλλά ούτε ασφαλώς και η νοσταλγία μας βοηθούν να καταλάβουμε τι είχε συμβεί τότε. Κι αυτό είναι ακριβώς το πρόβλημα: δεν έχουμε καταλάβει ποιος κέρδισε τον πόλεμο και από ποιον πρέπει να γραφτεί η ιστορία. Δεν είναι καν σαφές τι πόλεμος ήταν εκείνος.
Γι’ αυτό ο πατέρας μου είναι συνεχώς παρών στην πολιτική σκηνή αυτά τα σαράντα χρόνια. Αλλά είναι παρών σαν φάντασμα. Τι είναι τα φαντάσματα; Νεκροί που τριγυρνούν για να θυμίσουν ότι οι άλλοι κάτι τους χρωστούν και ότι το χρέος αυτό δεν έχει ακόμη ξεπληρωθεί. Δεν είναι ήσυχοι και δεν αφήνουν στην ησυχία τους εκείνους που είναι ζωντανοί. Είναι έτσι ακριβώς. Και είναι κοινή πεποίθηση, ακόμη και για κάποιον σαν και εμένα που δεν είναι φανατικός των θεωριών συνωμοσίας, ότι έχουν μείνει σκιές γύρω από την απαγωγή και τη δολοφονία του Αλντο Μόρο, ζητήματα που δεν έχουν ξεκαθαριστεί, αντιφάσεις και εξηγήσεις χωρίς λογική. Κι όλα αυτά μολονότι υποτίθεται ότι οι ένοχοι έχουν δικαστεί και καταδικαστεί.
Ενας από τους λόγους για τους οποίους δεν απελευθερωνόμαστε από εκείνο το φάντασμα είναι ότι η δημόσια συζήτηση παραμένει όμηρος δυο αντιθετικών θέσεων. Από τη μία πλευρά είναι η παρασκηνιολογία για την οποία οτιδήποτε είναι εμφανές δεν είναι αλήθεια και είναι αλήθεια μόνο ό,τι δεν είναι εμφανές. Για όλα, με άλλα λόγια, ευθύνονται κάποιες σκοτεινές δυνάμεις. Από την άλλη πλευρά, είναι ο ρεβιζιονισμός, δηλαδή η αντίληψη ότι είναι θεμιτό να δίνεις εξηγήσεις με πράγματα που δεν εξηγούν τίποτε. Είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Γιατί και στις δυο περιπτώσεις η πραγματικότητα πέφτει θύμα των προκαταλήψεών μας.
Ο πατέρας μου θα μπορούσε να είχε σωθεί. Και σήμερα, έπειτα από σαράντα ολόκληρα χρόνια, το ερώτημα εάν με ενδιαφέρει περισσότερο η δικαιοσύνη ή η αλήθεια είναι ψευδεπίγραφο. Γιατί μόνο με την αλήθεια μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη. Είναι μόνο η αλήθεια που αποδίδει δικαιοσύνη».
«Η βία, η ένοπλη δράση, προδίδει τους στόχους σου»
«Θυμάμαι ότι όσο περνούσαν οι μέρες της απαγωγής τόσο ο εξαφανιζόταν ο πολιτικός Μόρο και αναδυόταν ο άνθρωπος. Εγώ σήμερα θεωρώ τερατώδες να στερείς τη ζωή από οποιονδήποτε. Αλλά το να σκοτώνεις έναν φυλακισμένο είναι το πιο τρομερό πράγμα που μπορείς να κάνεις. Εκτέλεση, μα τι λέξη… Εμείς αγωνιζόμασταν για να καταργηθεί η θανατική ποινή στην Αμερική και μετά κάναμε τα ίδια.
Συναντήθηκα με τη Μαρία Φίντα, την κόρη του Αλντο Μόρο, στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ηρθε να με βρει στη φυλακή. Ηταν μια στιγμή γεμάτη ένταση. Εκείνη έσπασε πρώτη τη σιωπή γιατί εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω. Από τότε αναπτύξαμε μια επαφή, όσο μας επιτρέπει η καθημερινότητα. Δεν μπορώ να πω αν ένιωσα πως με συγχώρησε. Δεν το ζήτησα ποτέ επειδή, αν ζητήσεις συγγνώμη από κάποιον που δεν είναι έτοιμος να σου τη δώσει, μπορεί να προκαλέσεις επιπλέον πόνο. Ισως μεγαλύτερη σημασία από τη συγχώρεση να έχει η συμφιλίωση.
Αλλά δεν ήταν ούτε η έγνοια για συγχώρεση ούτε η επιθυμία μου για συμφιλίωση που με έκανε να πουλήσω το σπίτι μου για να διαθέσω τα χρήματα στα θύματα. Με οδήγησε το χρέος που αισθανόμουν ότι είχα απέναντί τους. Πίστεψα ότι όφειλα ένα είδος αποζημίωσης σε κάποιους ανθρώπους που είχαν περισσότερη ανάγκη από εμένα. Φυσικά, καμία αποζημίωση δεν μπορεί να γιατρέψει τον πόνο και το πένθος. Το έκανα όταν έμαθα ότι κάποιες οικογένειες θυμάτων της τρομοκρατίας είχαν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι περισσότερο από αυτό γιατί εκείνο το σπίτι ήταν η μοναδική μου περιουσία.
Οι αιτίες για να πει κανείς ότι καταφεύγει στη βία δεν εξαντλούνται ποτέ, όχι μόνο στην Ελλάδα και την Ιταλία, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Το πρόβλημα είναι ότι η βία δεν λύνει αυτά τα προβλήματα. Επειτα από αυτήν την προσωπική διαδρομή θα έλεγα ότι η βία φτάνει να ακυρώσει τους σκοπούς για τους οποίους υποτίθεται ότι καταφεύγεις στη χρήση της. Η βία προδίδει τους στόχους σου. Η ένοπλη δράση, η παρανομία και η απομόνωση είναι αδύνατον να δώσουν μια διαφορετική ποιότητα στην κοινωνία, τη ζωή στην καθημερινότητα. Αποτύχαμε τότε γιατί καταλήξαμε να κάνουμε έναν ιδιωτικό πόλεμο με το κράτος που από ένα σημείο και μετά δεν αφορούσε κανέναν».