Οι κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη μεταχείριση των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων τους (ΜΕΔ) θα ισχύουν από την 1η Απριλίου, αλλά η πλήρης εφαρμογή τους μπορεί να ανασταλεί έως το 2021, σύμφωνα με ανακοίνωση της ΕΚΤ.
Υπό το βάρος των υφιστάμενων ΜΕΔ, ύψους περίπου 750 δισ. ευρώ, οι τράπεζες της ευρωζώνης πασχίζουν να ξεπεράσουν την «κληρονομιά» της κρίσης χρέους της περιοχής, περιορίζοντας τις χορηγήσεις νέων δανείων και εξασθενώντας το αποτέλεσμα της νομισματικής στήριξης που η ΕΚΤ επιχειρεί να παράσχει με τα πολύ χαμηλά επιτόκια.
Θέλοντας να χαλαρώσει τις ανησυχίες για την αρχική της πρόταση, η ΕΚΤ ανέφερε ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν αποτελούν δεσμευτικές προσδοκίες και θα χρησιμεύουν απλά ως τη βάση για έναν διάλογο με κάθε τράπεζα χωριστά σχετικά με τις προβλέψεις που αυτές σχηματίζουν για τα κόκκινα δάνειά τους. «Τα αποτελέσματα αυτού του διαλόγου θα ενσωματωθούν για πρώτη φορά στη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) του 2021», αναφέρει η ΕΚΤ στην ανακοίνωσή της, προσθέτοντας: «Οι τράπεζες θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν αυτό το διάστημα για να προετοιμαστούν και να αξιολογήσουν επίσης τις δικές τους πολιτικές και κριτήρια έγκρισης πιστώσεων με σκοπό να περιορίσουν τη δημιουργία νέων ΜΕΔ, ιδίως στη διάρκεια των υφιστάμενων ευνοϊκών οικονομικών συνθηκών».
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές, οι τράπεζες θα έχουν προθεσμία δύο ετών για να σχηματίσουν πλήρη πρόβλεψη (στο 100%) για τα μη εξασφαλισμένα ΜΕΔ, ενώ στην περίπτωση των εξασφαλισμένων «κόκκινων» δανείων θα πρέπει να σχηματίζουν πλήρη πρόβλεψη μετά από μία επταετία.
Οι νέες κατευθύνσεις επρόκειτο να ισχύσουν από την 1η Ιανουαρίου, αλλά η ΕΚΤ μετέθεσε την έναρξή τους, προκειμένου να αναθεωρήσει την πρόταση μετά τις ισχυρές επικρίσεις που δέχθηκε, ιδιαίτερα από την Ιταλία. Τραπεζίτες και ευρωβουλευτές, κυρίως Ιταλοί, φοβούνται ότι ο εξαναγκασμός των τραπεζών να σχηματίζουν μεγαλύτερες προβλέψεις για τα κόκκινα δάνειά τους θα «πνίξει» τον δανεισμό στις οικονομίες που δεν συμμετέχουν στη ζωηρή ανάπτυξη που σημειώνεται σε άλλα μέρη της Ευρωζώνης. Υποστήριξαν ότι η αρχική πρόταση της ΕΚΤ ήταν αντίθετη προς τη νομοθεσία της ΕΕ, καθώς έθετε γενικούς κανόνες για έναν ολόκληρο κλάδο, μία κίνηση που είναι, όπως υποστήριξαν, εκτός των δικαιωμάτων των εποπτικών Αρχών.