Κατά πόσο ένας νομαδικός πληθυσμός μπορεί να ευεργετηθεί από το νομοσχέδιο ενός υπουργείου που στοχεύει στην κοινωνική του ενσωμάτωση «δίχως όμως τη συμμετοχή του», όπως μας καταγγέλλουν οι ίδιοι οι Ρομά; Πόσο υπαρκτός είναι ο κίνδυνος της δημιουργίας ενός νέου γκέτο μέσα από την ανάπτυξη οργανωμένων χώρων μετεγκατάστασης;
«Μόλις φτάσατε στο “Τρίγωνο της αμαρτίας”» (Ζεφύρι – Άνω Λιόσια – Μενίδι). Με αυτόν τον τρόπο μάς καλωσορίζουν στον καταυλισμό που απέχει μερικά μέτρα από το νέο κτίριο της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Δυτικής Αττικής. Μπροστά μας ήδη εκτείνεται ένας πολύχρωμος ρυπαρός κόσμος με καμένα αυτοκίνητα, ξυπόλητα πιτσιρίκια και υψηλά ντεσιμπέλ.
«Αυτό το ρέμα είναι τα σύνορα της περιοχής» μας λένε ενώ μας δείχνουν ένα ποτάμι σκουπιδιών που χωρίζει το Ζεφύρι από το Μενίδι.
Προχωρούμε στη γειτονιά με τα χαμόσπιτα και περιηγούμαστε εν συνεχεία τον αυτοσχέδιο καταυλισμό των Ανω Λιοσίων με τα παραπήγματα. Ακαθαρσίες, κλαρίνα, σφαίρες, σκυλιά και παιδικές κελαρυστές φωνές.
Η άφιξή μας αντιμετωπίζεται με αμφιθυμία από τη μεριά των περισσότερων κατοίκων, παρόλο που μας συνοδεύουν μέλη της Πανελλαδικής Συνομοσπονδίας Ελλήνων Ρομ («Ελλάν Πασσέ»). «Οσοι έρχονται εδώ φεύγουν χωρίς να κάνουν μετά τίποτα για εμάς» φωνάζει μια γυναίκα –μισά ελληνικά, μισά ρομανί –πλησιάζοντάς μας με βλέμμα διερευνητικό. Της ζητάμε να μπούμε στο «σπίτι» της. Ξεπερνά τον αρχικό δισταγμό και μας ξεναγεί.
Σπρώχνουμε την ξύλινη πόρτα της και πέφτουμε πάνω σε έναν άντρα που κοιμάται καταγής. Δεν ξυπνά παρά μονάχα μετά τη σχετική προτροπή της συζύγου του. «Μόλις γύρισα από τη δουλειά. Εβγαλα 15 ευρώ, ίσα-ίσα για να φάμε όλοι σήμερα» μας λέει ενώ συστήνεται. Είναι ο Δημήτρης, ρακοσυλλέκτης, οικογενειάρχης και ήδη παππούς. Τα παιδιά του –όπως και τα εγγόνια του –δεν έχουν πάει ποτέ σχολείο. Οι κόρες του βρίσκονται μέσα στο ίδιο δωμάτιο. Η μια στέκεται πάνω από ένα τσίγκινο μαγειρικό σκεύος και η άλλη περιφέρεται με φουσκωμένη κοιλίτσα. «Σήμερα σταθήκαμε τυχεροί. Εχουμε φαγητό στο σπίτι». Στην κατσαρόλα βράζει κοτόπουλο και η θερμότητα που αναδύεται ζεσταίνει την παράγκα. Η παρουσία μας δεν δείχνει να τους ενοχλεί. Στα ελάχιστα τετραγωνικά μπουσουλούν βρέφη, πίσω από τα οποία τρέχουν έφηβοι γονείς, ενώ μπαινοβγαίνουν κάμποσα παιδιά.
Ρωτάμε τα νεαρά μέλη της οικογένειας πώς περνούν τη μέρα τους. Η αυθόρμητη απάντηση είναι αφοπλιστική: «Ψάχνουμε στα σκουπίδια και αν βρούμε κάτι το μαγειρεύουμε και το τρώμε».
Ο κίνδυνος ενός νέου γκέτο
Σε τι φάση βρίσκονται οι παρεμβάσεις για τους Ρομά στη Δυτική Αττική; Υπάρχει ο κίνδυνος δημιουργίας ενός νέου –έστω πιο λουσάτου –γκέτο;
Η ειδική γραμματέας για την Ενταξη των Ρομά, Κατερίνα Γιάντσιου, μας εξηγεί πως οι παρεμβάσεις θα γίνουν σε θυλάκους όπου οι συνθήκες είναι ακατάλληλες, με στόχο τη δημιουργία ενός συγκροτήματος κατοικιών κοντά στον αστικό ιστό. «Ζητάμε από τους δήμους να απέχουν αυτοί οι χώροι περίπου 2 χιλιόμετρα έτσι ώστε να υπάρχει διασύνδεση με όλες τις δραστηριότητες σε μια πόλη» υπογραμμίζει.
Ο Σταύρος Σταματής εκφράζει από τη μεριά του τον φόβο της δημιουργίας ενός γκέτο πιο ανθρώπινου, «όπου η μια οικογένεια Τσιγγάνων θα συνεχίσει να παρασύρει την άλλη και έτσι τα παιδιά δεν θα πηγαίνουν σχολείο». Καταλήγει πως η «Ελλάν Πασσέ» επιδιώκει μόνο «διασπορά και ενσωμάτωση», αλλά αναρωτιέται αν «οι αρμόδιοι επιθυμούν το ίδιο». Οσο για την αξιοπιστία των απογραφών; «Απέχουν πολύ από την πραγματικότητα για να αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη. Για παράδειγμα, ισχυρίζονταν πως στην Κοζάνη υπήρχαν 70 ψυχές ενώ εμείς μετρήσαμε 850 άτομα. Δεν τολμούν να μπουν στα γκέτο και κάνουν αποπροσανατολιστικές απογραφές. Δεν μετρούν τους μη εγγεγραμμένους Ρομά. Υπάρχουν πολλοί περιπλανώμενοι».
Μπροστά στο σπίτι του θανάτου
Συνεχίζουμε το οδοιπορικό μας «στον καιρό των Τσιγγάνων». Φτάνουμε μπροστά από το 3οΔημοτικό Σχολείο, το οποίο οι ίδιοι αποκαλούν «γκέτο ανηλίκων».«Εδώ οι μαθητές είναι μόνο παιδιά Τσιγγάνων. Οι μπαλαμοί δεν στέλνουν τα παιδιά τους» σπεύδουν να διευκρινίσουν.
Οι συνθήκες ζωής των Ρομά λειτουργούν, ως γνωστόν, αποτρεπτικά για την εκπαίδευση. «Πώς θα πάει ένα παιδάκι σχολείο αν δεν είναι καθαρό; Πώς θα είναι καθαρό αν δεν έχει νερό να πλυθεί; Σε ποιο σχολείο θα ανήκει αν δεν έχει διεύθυνση;». Αυτή είναι η απάντηση των γονεών στην ερώτησή μας γιατί δεν στέλνουν τα παιδιά τους σχολείο.
Θα αλλάξει άραγε το τοπίο στους καταυλισμούς της Δυτικής Αττικής μετά την εγκατάσταση των πολυκέντρων, δηλαδή των κέντρων κοντά σε σχολεία και οικισμούς που συμπεριλαμβάνουν υπηρεσίες για την ατομική υγιεινή;
Η Ειδική Γραμματεία για την ένταξη των Ρομά είναι αισιόδοξη ενώ η «Ελλάν Πασσέ»επιφυλακτική. Οι «τοπικοί άρχοντες» μιας τσιγγάνικης γειτονιάς περιορίζονται στο να εκφράσουν τον διακαή τους πόθο για πιο απλά πράγματα. Οπως, για παράδειγμ, να φτιαχτεί το «στοιχειωμένο γήπεδο» –όπως το αποκαλούν –και τα παιδιά τους να κλωτσούν ξανά την μπάλα αντί να μπλέκουν με ναρκωτικά.
Βαδίζουμε ανάμεσα σε παραπήγματα και στοίβες από σκουπίδια. Πέφτουμε πάνω σε ένα θεατράκι εγκαταλελειμμένο, κάτι σαν μια μικρή Επίδαυρο του Δήμου Φυλής. Το όνειρο των ενοίκων της περιοχής είναι να το δουν να ζωντανεύει ξανά με τις νότες τους.
Οι Τσιγγάνοι είναι άλλωστε οι κατ’ εξοχήν θεματοφύλακες της τέχνης της μουσικής. Συχνά πυκνά περνούν από μπροστά μας μικρές μπάντες πιτσιρίκων αλλά και προεφήβων που τραγουδούν Καψάλη και Καζαντζίδη.
Οι ιδιότυπες τσιγγάνικες φωνές τους θα μπορούσαν να τους βγάλουν από τα καλύβια από τσίγκους και να μετατρέψουν τις ασήμαντες –για τους μπαλαμούς –ζωές τους σε σημαντικές. Οπως, για παράδειγμα, αν το «σπίτι του θανάτου» μεταμορφωνόταν σε πολιτιστικό κέντρο όπου τα παιδιά θα διάβαζαν το πεντάγραμμο.
Το βλέμμα μας στέκεται σε ένα κατεστραμμένο κτίριο –δίπλα από το θεατράκι –όπου οι σύριγγες καταμαρτυρούν την παρουσία των τοξικοεξαρτημένων. «Εδώ κάποτε ήταν ένα εργοστάσιο πλαστικών. Θα μπορούσε να γίνει πολιτιστικό κέντρο» μας λένε. «Αντί γι’ αυτό, εδώ τα παιδιά μας κάνουν χρήση ηρωίνης». Οι παραδοχές διαδέχονται η μία την άλλη. Οπως και η απόδοση ευθυνών.
Οι πιο ηλικιωμένοι νοσταλγούν εμφανώς τα παλιά χρόνια.
«Πουλούσαμε κιλίμια. Εργαζόμασταν σαν λουστράκια. Σήμερα δουλεύουν σαν ρακοσυλλέκτες. Εκείνα τα χρόνια ήταν όμορφα και καθαρά. Τώρα ψάχνουν στους κάδους, πωλούν παλιοσίδερα, διακινούν ναρκωτικά, κλέβουν. Η φτώχεια φέρνει παραβατικότητα. Παλιά δεν υπήρχαν σφαίρες και όπλα. Είχαμε αμπέλια και συκιές. Ζούσαμε σε σπίτια όλοι μας, Τσιγγάνοι, Βλάχοι, μη Τσιγγάνοι» αναπολεί ο Ευθύμιος Δημήτριου, πρώην υποψήφιος βουλευτής της ΝΔ και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της «Ελλάν Πασσέ».
Επιμένει στη σημαντικότητα της δημιουργίας υποδομών αθλητισμού. «Η δημιουργία του γηπέδου και η στροφή του κόσμου στον αθλητισμό θα ήταν άμεση πρόληψη για την εγκληματικότητα» καταλήγει.
Το γράμμα του νόμου των Ρομά
Αυτή είναι η πρόταση των Ρομά για να πάψουν οι σφαίρες να πέφτουν βροχή. Οσο για το πού αποδίδουν ευθύνες όλοι εκείνοι που δεν υπάρχουν καν για το ελληνικό κράτος, καθώς η γέννησή τους συχνά δεν καταγράφεται, δεν διστάζουν να ομολογήσουν την «τσιγγάνικη αγριότητα», αλλά ταυτοχρόνως υποδεικνύουν τους ηθικούς αυτουργούς. Ακόμα και όταν παραδέχονται πως, αν χρειαστεί, θα πουλήσουν τα παιδιά τους για να έχουν μια καλύτερη ζωή.
Βγαίνουμε στην αγορά του Ζεφυρίου για να συνομιλήσουμε με τους κατοίκους. «Δεν συμφωνούμε με την ιδέα να έχουμε ρομά αστυνομικούς. Πώς θα ξέρουμε πως ελέγχουν σωστά; Θα καλύπτουν τους δικούς τους» υποστηρίζει ο 20χρονος Γιάννης, ενώ ένας συνομήλικος φίλος του πετάγεται να επισημάνει πως «έχουν κάνει την περιοχή του Ζεφυρίου το στέκι τοξικομανών της Αθήνας».
«Οταν παίζαμε μπάλα όλοι μαζί, κάναμε παρέα. Εγώ είχα φίλο Ρομά, τον έβαζα σπίτι μου» προσθέτει ένας θαμώνας μιας κεντρικής καφετέριας.
Στην πλειονότητά τους οι κάτοικοι της Δυτικής Αττικής δεν δείχνουν να βιώνουν «σενάριο τρόμου»,παρόλο που έχουν επανειλημμένα πέσει θύματα κλοπής. «Εχουν ανοίξει τα σπίτια μας περισσότερες από μία φορές. Πυροβολούν στον αέρα. Οδηγούν χωρίς κανόνες. Αλλά εμείς ζούμε στο καλύτερο οικόπεδο και κρατάμε ουδέτερη στάση για να μη δημιουργούμε νέες εντάσεις. Δεν μπορείς να τα βάλεις μαζί τους. Αν χτυπήσω έναν, θα με χτυπήσουν δέκα» συμπληρώνει ο 40χρονος Χρήστος.
Χαμένα κονδύλια και τσιγγανοπατέρες
Οσο για τη δική τους απάντηση όσον αφορά τη μαζική παραβατικότητα, ομολογούν με ευκολία πως πολλοί Ρομά κλέβουν, πως πωλούν ναρκωτικά γιατί «οι μπαλαμοί δεν τους προσλαμβάνουν». Επιμένουν πως θέλουν δουλειά, αλλά οι Ελληνες προτιμούν τους Αλβανούς, τους Πακιστανούς και τους Ρουμάνους. Σε αυτό το σημείο ξεκινούν να πυροβολούν λεκτικά τους «αλλοδαπούς Ρομά» χρεώνοντάς τους όλα τα εγκλήματα.
Πώς γίνεται οι Ρομά –οι μοναδικοί που δεν αποδέχονται την ιδιότητα του εθνικού πολίτη –να αποδίδουν ευθύνες για την εγκληματικότητα στους «δικούς τους ξένους»; Επιμένουν πως τα προβλήματα ξεκίνησαν από τότε που άνοιξαν τα σύνορα. Εκφράζουν το παράπονο πως οι πρόσφυγες έχουν καλύτερη μεταχείριση από εκείνους. «Ολα για τους πρόσφυγες γίνονται, ενώ εμείς είμαστε Ελληνες έτοιμοι να πεθάνουμε για την πατρίδα μας. Εμείς πάμε στρατό, πολεμάμε για την Ελλάδα αν χρειαστεί και τα παιδιά μας δεν έχουν καν ληξιαρχική πράξη γεννήσεως. Είναι σαν να μην υπάρχουμε».
Οι Τσιγγάνοι πιστεύουν –έγραφε ο Γκι Ντεμπόρ –πως έχει κανείς την υποχρέωση να λέει την αλήθεια μόνο στη γλώσσα του. Ακόμα όμως κι αν δεν αληθεύουν όσα μας είπαν στη δική μας γλώσσα, παραμένουν αληθινά όσα είδαμε. Δίχως ούτε να μας κυνηγήσουν με πέτρες ούτε να μας ρίξουν σφαίρες όταν σπάσαμε το «άβατό» τους και φτάσαμε μέχρι τα παραπήγματά τους.