Ο Χρήστος Πασαλάρης απήλαυσε τα μελαγχολικά προνόμια όσων πεθαίνουν πλήρεις ημερών. Είδε τους φίλους του να αναχωρούν πριν από τον ίδιον. Τον κόσμο του, τον κόσμο όπου δέσποσε επί δεκαετίες, να γίνεται οριστικά παρελθόν. Οι νεκρολογίες υπογράμμισαν ότι διετέλεσε διευθυντής σε καμιά δεκαριά εφημερίδες και περιοδικά πρώτης γραμμής. Πως έσπασε ρεκόρ κυκλοφοριών. Οτι βρήκε επανειλημμένα το θάρρος να παραιτηθεί και να αποχωρήσει επειδή διαφωνούσε με την πολιτική θέση του εργοδότη του. Πόσοι όμως από τους σημερινούς Ελληνες θυμούνται τον Χρήστο Πασαλάρη εν δράσει; Πόσοι έχουν ιδέα τι σήμαινε μαχόμενος δημοσιογράφος πριν από μερικές δεκαετίες;
Το 1989 παρακολούθησα ένα σεμινάριο της ΕΣΗΕΑ για νεαρούς επίδοξους συντάκτες. Δεν είχα, στα είκοσι τρία μου, κατασταλάξει επαγγελματικά. Τελείωνα τη Νομική Σχολή, το γράψιμο με συγκινούσε περισσότερο από τη δικηγορία, δίσταζα ωστόσο να ομολογήσω ότι ως γνήσιο στάδιό μου αισθανόμουν το μυθιστόρημα και όχι την αποτύπωση της επικαιρότητας.
Στο μέγαρο της οδού Ακαδημίας, είχαν τη γενναιοδωρία να παρελάσουν μπροστά σε εμάς –τα φιντανάκια –πολλά από τα ιερά τέρατα της ελληνικής δημοσιογραφίας. Μάς δίδαξαν, κυρίως δε μοιράστηκαν τις εμπειρίες τους, τύποι σαν τον Γιώργο Καράγιωργα, που είχε πηδήξει με αλεξίπτωτο ανταποκριτής στον Πόλεμο της Κορέας. Σαν τον Γιώργο Μπέρτσο, ο οποίος μαζί με τον Γιώργο Ρωμαίο και τον Γιάννη Βούλτεψη είχε ξεσκεπάσει τη συνωμοσία πίσω από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη αρκετά χρόνια πριν οι αμερικάνοι συνάδελφοί τους αποκαλύψουν το Γουότεργκεϊτ και οδηγήσουν τον πρόεδρο Νίξον σε παραίτηση. Και σαν τον Χρήστο Πασαλάρη, που σχεδόν έφηβος έγινε αρχισυντάκτης στον «Ριζοσπάστη» και λίγο αργότερα εστάλη σιδηροδέσμιος στη Μακρόνησο, όπου πέρασε τέσσερα χρόνια σπάζοντας πέτρες κι ακούγοντας τον Μίκη Θεοδωράκη να δοκιμάζει τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Είχα την ευκαιρία εκείνον τον καιρό να ρουφήξω κι άλλες ιστορίες από μπαρουτοκαπνισμένους δημοσιογράφους. Με την παρέα μου συχνάζαμε στο υπόγειο 17 της οδού Βουκουρεστίου –ένα αμέρικαν μπαρ στην κυριολεξία, εφόσον είχε ανοίξει αρχικά για να εξυπηρετεί τους εργαζόμενους της Τζάσμαγκ, της αμερικάνικης στρατιωτικής αποστολής, η οποία έδρευε εκεί όπου σήμερα είναι το πολυκατάστημα Αττικα. Από το 17 περνούσε τακτικά ο Οδυσσέας Ζούλας ενώ στον πάγκο του έβρισκες να πίνουν απ’ το μεσημέρι ουίσκι και να τσιμπάνε σάντουιτς με τονοσαλάτα και άλλους, λιγότερο επιφανείς, εφημεριδάδες. Μέχρι και έναν θησαυρό εγκυκλοπαιδικών γνώσεων, ειδικευμένο στο να φτιάχνει τα σταυρόλεξα.
Πώς ήταν οι παλιοί δημοσιογράφοι; Βγαλμένοι λες από ταινία νουάρ. Με χειροποίητα πάντα κοστούμια, πουκάμισα με κεντημένα τα αρχικά τους, γκαμπαρντίνες και το τσιγάρο να τους κιτρινίζει τα δάκτυλα. Κάποιοι δανδήδες, άλλοι τσαλακωμένοι, με λεκέδες από μελάνι στα μανίκια τους. Ολοι τους όμως και του σαλονιού και του λιμανιού. Το επάγγελμά τους δεν είχε ωράριο ούτε άβατα. Οφειλαν να μπορούν να αντιμετωπίσουν με την ίδια άνεση έναν υπουργό και έναν τύπο του υποκόσμου, μια κοσμική κυρία και μια «καλντεριμιτζού», από εκείνες που έκαναν πιάτσα λίγο παραπάνω. Επρεπε να κυνηγούν άοκνα την είδηση, να τη διασταυρώνουν εξαντλητικά, σε μια εποχή χωρίς Διαδίκτυο, χωρίς καν κινητά τηλέφωνα, και να την αποτυπώνουν ταχύτατα και πληρέστατα στο χαρτί. Καθένας τους διέθετε το δυνατό σημείο του –άλλος ήταν λαγωνικό κι άλλος είχε εξαιρετικό χειρόγραφο ή γελοιογραφικό πενάκι. Το βλέμμα τους σού έδινε πάντα την αίσθηση πως πριν ανοίξεις το στόμα σου ξέρουν τι καπνό φουμάρεις, ακόμα και από πού κρατάει η σκούφια σου.
Από πού αντλούσαν το γόητρο και την περηφάνια τους εκείνοι οι τύποι; Οχι βεβαίως από τα φουσκωμένα πορτοφόλια τους. Ούτε από προνομιακές σχέσεις με υψηλούς παράγοντες –ήξεραν άριστα «τι κούφια λόγια ήσαν αυτές οι βασιλείες» καθώς λέει ο Καβάφης. Από τη σχέση τους με το κοινό τους. Οι δωδεκασέλιδες τότε εφημερίδες καταβροχθίζονταν καθημερινά από εκατομμύρια Ελληνες σε σπίτια, καφενεία, λεωφορεία. Ακόμα δε και ο απόφοιτος των πρώτων τάξεων του δημοτικού σχολείου ήταν ως αναγνώστης πεπαιδευμένος και απαιτητικός. Αμα πήγαινες να τον ξεγελάσεις, εάν τον πρόδιδες, θα σε εγκατέλειπε αυθωρεί. Θα το αισθανόσουν στο πετσί σου κι ας μην υπήρχαν τότε έρευνες κοινής γνώμης, στατιστικές αναγνωσιμότητας. Θα το ήξερε πριν από σένα ο διευθυντής σου.
Από τα τέλη του 19ου και καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του 20ού αιώνα κυριάρχησε στην Ελλάδα η κουλτούρα της γραφής. Της δημοσιογραφικής που απευθυνόταν σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα και της λογοτεχνικής η οποία είχε εκ των πραγμάτων πιο επιλεκτική στόχευση. Αποτελούσαν συγκοινωνούντα μεταξύ τους δοχεία. Ο ποιητής έγραφε για τον επιούσιο επιφυλλίδες, ο δημοσιογράφος και οι περιπέτειές του γίνονταν πρώτη ύλη για μυθιστορήματα. Με την επικράτηση της εικόνας ο έντυπος λόγος φάνηκε να σπρώχνεται στο περιθώριο. Κανείς, ωστόσο, με ένα μικρόφωνο στο χέρι και μια κάμερα απέναντί του, δεν μπορεί να παραγάγει τα διαμάντια και τα διαμαντάκια ενός Ροΐδη, ενός Ξενόπουλου, μιας Καλλιρρόης Παρρέν ή ενός Βάρναλη –για να αναφέρω μόνο τους γενάρχες μας. Και στα δικά μας.