Στην «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (την πλησιέστερη στον ρεαλισμό ταινία του σπουδαίου σκηνοθέτη), μια νέα γυναίκα ορεινής κοινότητας της Ηπείρου δολοφόνησε τον σύζυγο με τη βοήθεια του αγροφύλακα εραστή της. Τη μοιχαλίδα δολοφόνο, την Ελένη (Τούλα Σταθοπούλου), την οδηγούσαν οι χωροφύλακες προς το ημιφορτηγό της Χωροφυλακής μετά την εξιχνίαση. Οι μαυροντυμένες γυναίκες του χωριού, οι κομπάρσοι, άρχισαν να την καταδιώκουν. Προσπαθούσαν να πιάσουν μια άκρη απ’ το ρούχο της, μια τούφα απ’ τα μαλλιά. Μια γριά ξέφυγε απ’ το τείχος των χωροφυλάκων, κυνηγούσε το όχημα της Χωροφυλακής που επιτάχυνε. Οι γραίες που καταδίωκαν τη μοιχαλίδα σχεδόν είχαν καταληφθεί από μια αυτοοργή, είχαν πειστεί μέσα στο ίδιο τους τον ρόλο. Η ηθοποιός έτσι, είχε σχεδόν μεταβληθεί στην πραγματική δολοφόνο. Η κάμερα οδήγησε σε μια μεταμφίεση, που ήταν μετουσίωση. Οι γριές από κομπάρσοι, έγιναν μαινάδες, παθιασμένες εκδικήτριες και μετέβαλαν την ηθοποιό σε δολοφόνο, τη μετακίνησαν απ’ τον ρόλο, στην ιδιότητα. Δεν υποδύονταν πλέον, αλλά ήταν. Η πρωτόλεια υποκριτική ή μένει «εξωτερική» ή οδηγεί στην ταύτιση.
H διαμαρτυρία, ο θρήνος, η οργή, η χαρά, μόλις μπαίνουν στο τηλεοπτικό κάδρο αδειάζουν από ενέργεια, γίνονται επιτηδευμένα και κούφια. Σπάνια έχουμε στιγμές συναισθηματικής αυθεντικότητας στις τηλεοπτικές εκδηλώσεις, στα ρεπορτάζ, στις εικονογραφήσεις των ειδήσεων. Και έχουν εκπαιδευτεί όλοι οι μετέχοντες στην τηλεοπτική πρόζα: συνδικαλιστές που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, ωρύονται για το «πρόβλημα» (το οποίο μπορεί να είναι παμπάλαιο, να έχει ήδη ξεπεραστεί, είτε νομοθετικά είτε τεχνολογικά), παράγοντες, πρόεδροι, κατηγορούμενοι, κατήγοροι, τοπικοί ή και κεντρικοί πολιτικοί έχουν μεταβληθεί σε γραφεία Τύπου του εαυτού τους, ή, το χειρότερο, σε ομοιώματα του εαυτού τους. Ετσι παράγεται μια εικονογραφική και παραστατική πολιτική. Το πιο ενδιαφέρον δεν είναι οι θεατρινισμοί, αλλά η διαστρεβλωτική ανάδειξη του ελάσσονος σε μείζον. Γιατί πρέπει να επινοηθούν γεγονότα, να βρεθούν ρόλοι και δημοσιότητα. Μια αλληλουχία υποπεριπτώσεων που μπορεί να επισκιάσει το πραγματικό πρόβλημα. Αν φωνάξεις, φωτίζεις. Ξαφνικά (μόλις δει κάμερα) τον πνίγει το δίκιο, ξαφνικά έχει φτάσει στα όριά του, ξαφνικά «μας έχουν εγκαταλείψει όλοι». Μωρουδίστικη απαίτηση για ένα πατερναλιστικό, υπερπροστατευτικό κράτος (το οποίο βέβαια με τις στρεβλώσεις που έχει είναι αδύνατο να λειτουργήσει άμεσα ή ορθά), διαρκής ενοχοποίηση κάποιων άλλων, φταιχτών, υπευθύνων, αρμοδίων. Ετσι, πολλά ελαττώματα αυτού του σπάταλου, απαιτητικού, καπάτσου, ναρκισσιστικού μηχανισμού απορροφούν μεγάλη πολιτική ενέργεια και εγείρουν τεράστιες ποσότητες επικοινωνιακής ύλης, διαμαρτυρίας. Ολόκληρα σκετς μπροστά στην κάμερα. Μετά, δικαιωμένοι και επιβεβαιωμένοι στον ρόλο τους, μπορούν να πάνε για ούζα στα κοντινά μαγαζιά.
Είναι πιο πιστευτός αυτός που διαμαρτύρεται, απ’ αυτόν που απολογείται, απ’ αυτόν που εξηγεί. Ο θεατής ψυχικά είναι πλησιέστερα στον διαμαρτυρόμενο, γιατί ο ίδιος είναι διαμαρτυρόμενος. Για την κακή του μοίρα, γι’ αυτό που «του έκαναν». Αφού η παραγγελία του θεατή είναι προς την διαμαρτυρία, ας την κατασκευάσουμε. Τόσο το χειρότερο για το αληθινό, αλλά περίπλοκο πρόβλημα, για το τερατώδες, αλλά δυσδιάκριτο συλλογικό ελάττωμα, για τον χαμηλόφωνα διαμαρτυρόμενο ή για τον σιωπηλό λύτη.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής