Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας σκορπιός κι ένας βάτραχος, στην άκρη μιας λίμνης με καλαμιές και νούφαρα και γύρω γύρω σβιν και σβιν οι μπάμπουρες και τα μυγάκια. Με περνάς απέναντι; του λέει ο σκορπιός. Πριτς, του λέει ο βάτραχος. Κι άμα με τσιμπήσεις; Δεν θα σε τσιμπήσω του λέει ο σκορπιός. Για χαζό με περνάς; Είμαι φαγωμένος. Θες να πέσουμε στο νερό και να πεθάνουμε κι οι δυο;
Ο βάτραχος, το σκέφτηκε από ‘δω, το σκέφτηκε από ‘κει, είδε που αργούσε κι η πριγκίπισσα να τον φιλήσει και ν’ αλλάξει επιτέλους καριέρα, και τελικά το αποφάσισε: του κερατά. Θα την κάνω την κουτουράδα. Στο κάτω κάτω τι μπορεί να μου κάνει αυτό το μπασμένο; Αν με τσιμπήσει θα πνιγούμε και οι δυο οπότε πάπαλα. Εντάξει, βάλε τα πράγματά σου στο διχτάκι και σάλτα στην πλάτη μου, του λέει, αλλά μακριά το κεντρί σου από το σβέρκο μου, βρεκεκέξ. Κουαξ κουαξ ανταπάντησε ο γλωσσομαθής σκορπιός, φράση που στην βατραχική σημαίνει μάλλον «μη φοβάσαι βρε κουτό» αλλά και πάλι, δεν παίρνω όρκο.
Και νάτους, μεσολίμνια, ο βάτραχος να λάμνει με τα πατουσάκια του κι ο σκορπιός να απολαμβάνει τον πλουν με το κεντρί του όρτσα. Είμαστε στη μέση της διαδρομής ακούστηκε ο βάτραχος από το κόκπιτ. Κολυμπάμε στα δέκα μέτρα, αριστερά μας καλαμιές, δεξιά μας νούφαρα και πάνω από το κεφάλι μου ένα σμήνος μυγάκια τα οποία έχω σκοπό να τα φάω όλα όταν με το καλό δέσουμε. Πλην όμως δεν δέσανε ποτέ, γιατί εντωμεταξύ, του σκορπιού, χαλαρωμένος καθώς ήταν από το λίκνισμα, χτύπησε μέσα του το βιολογικό του ρολόι και η φονική του φύση, οπότε δίνει μια και τσιμπάει το βάτραχο στο σταυρό. Και παν κι οι δυο καλιά τους μέσα στο νερό της λίμνης/μέσα στο νερό/το μαντήλι σου έχει πέσει/αχ να σε χαρώ.
Καλό το παραμύθι σου αλλά δεν είχε Κουβέλη, λέει ο Καμμένος στον Τσίπρα βγάζοντας μπουρμπουλήθρες από το κεντρί του.