Η ερώτηση γιατί οπλοφορούσε ο πρόεδρος εντός γηπέδου είναι κακεντρεχής: προφανώς το έκανε γιατί φοβότανε μήπως εισβάλουν ξαφνικά οι Τούρκοι και, όντας Πόντιος με αυτοσεβασμό, έχοντας λογική ευαισθησία για την ποντιακή Γενοκτονία, ήθελε να είναι έτοιμος να πάρει εκδίκηση.
Εξάλλου, μέσα στα γήπεδα έχουν συμβεί, γενικώς, αδιανόητα πράγματα, πάντα θα συμβαίνουν και αυτό είναι ένα κίνητρο για το οποίο αξίζει κανείς να πηγαίνει στο ματς όπως έκανε αδιαλείπτως κάθε Κυριακή ο Μανόλης Αναγνωστάκης και άλλοι σοβαροί ποιητές που καταλαβαίνουν το νόημα μιας ντρίμπλας, ενός ιδιοφυούς σουτ, και δεν είναι ντεκαφεϊνέ φλώροι, άδαρτοι, εστέτ που δεν κατανοούν τίποτε απ’ την πολυπλοκότητα και την απορία της ύπαρξης.
Και μπορεί να μην γνωρίζω αν υπήρξε ποτέ κουλός μποξέρ που να πυγμαχεί στα κανονικά ρινγκ, βουβός δικηγόρος που να αγορεύει στα δικαστήρια ή χωλός ποδοσφαιριστής που να αγωνίζεται με ομάδες της Α’ Εθνικής, ωστόσο, υπήρξε μια περίπτωση μονόχειρα έλληνα τερματοφύλακα που αγωνίστηκε κάποτε σε έναν φιλικό αγώνα κατά μιας ομάδας της Α’ Εθνικής της Πολωνίας.
Θυμήθηκα αυτή την εξαιρετική περίπτωση με αφορμή τις λαμπρές εξελίξεις στο ελληνικό ποδόσφαιρο, για την κακοδαιμονία του οποίου κυβερνητικός βουλευτής βρήκε την αιτία: η εμπορευματοποίηση. Δηλαδή, αν το ποδόσφαιρο ήταν ολοκληρωτικά στο έλεος του κράτους (εννοείται κάποιων κομματικών) θα ήμασταν καλύτερα και το άθλημα θα ευτυχούσε. Ολα θα ήταν δίκαια, ίσως στα ματς να μην γίνονταν φάουλ, πέναλτι, ούτε καν οφσάιντ, και το πρωτάθλημα θα είχε καταργηθεί για να μην υπάρχει διάκριση των αρίστων, οπότε θα στενοχωριόνταν ο σ. Μπαλτάς και δεν θα μπορούσε, πια, να φάει τις πέρδικες.
Εκείνη, λοιπόν, την ωραία ποδοσφαιρική ιστορία σε χώρα που τότε δεν υπήρχε «εμπορευματοποίηση» την αφηγείται ο κάποτε αντάρτης του ΔΣΕ Γιάννης Συμεωνίδης (Ταρζάν) στο βιβλίο του «Το οδοιπορικό ενός αγωνιστή», εκδόσεις Επίκεντρο και με πρόλογο και επιμέλεια του Μιλτιάδη Δ. Πολυβίου. Ο Συμεωνίδης μετά τον Γράμμο Βίτσι το ’49 μεταφέρεται στο στρατόπεδο Μπουρέλι της Αλβανίας και σε λίγο από εκεί στο Δυρράχιο, απ’ όπου με πλοίο φτάνει, μαζί και άλλους πολλούς αντάρτες στην Πολωνία, στην πόλη Ζγκόρτζελτς, η οποία χωρίζονταν από έναν παραπόταμο με το Γκέρλιτς, που ανήκε στην Ανατολική Γερμανία. Κάποια στιγμή ο γ.γ. του Κόμματος Νίκος Ζαχαριάδης με τον Βλαντά που βρίσκονταν τότε στην ίδια πόλη καλεί τον Γιάννη Συμεωνίδη και κάποιον Μιχάλη Τζεβελέκη και τους δίνει εντολή να προετοιμάσουν, να φτιάξουν μια ομάδα ποδοσφαίρου. Αρχίσανε οι δύο να διαλέγουν υποτιθέμενους παίκτες ανάμεσα στους πρώην αντάρτες, κυρίως κάποιους που έπαιζαν κάποτε σε κάποιον ποδοσφαιρικό σύλλογο όταν ήταν ακόμα στην Ελλάδα. Οργάνωσαν την υποτυπώδη ομάδα και άρχισαν τις προπονήσεις τρεις φορές την βδομάδα. Σε λίγο καιρό καταφθάνει πάλι ο Βλαντάς και τους ανακοινώνει πως η ηγεσία κανόνισε με τις πολωνικές Αρχές έναν φιλικό αγώνα ποδοσφαίρου για την επόμενη Κυριακή και πως είχαν παραγγείλει ήδη τις στολές και τα παπούτσια. Τους ρώτησε πώς πάει η προετοιμασία και ο Συμεωνίδης απάντησε πως χρειάζονται και άλλη προπόνηση γιατί τους έλειπε η ταχύτητα και η αντοχή.
Είχε φτάσει η Κυριακή και λόγω της γνωστής κομματικής κρυψίνοιας οι Ζαχαριάδης και Βλαντάς δεν είχαν πει ακόμα στους υποτιθέμενους ποδοσφαιριστές ούτε με ποια ομάδα θα παίξουν, ούτε σε ποια πόλη τους πηγαίνουν. Φόρτωσαν την ομάδα σε πούλμαν και τους στημένους φιλάθλους σε φορτηγά και ξεκίνησαν τραγουδώντας αντάρτικα τραγούδια –«σαν να πηγαίναμε σε σφαγή κι όχι σε ποδοσφαιρικό αγώνα» γράφει ο Συμεωνίδης στη σελίδα 174 του βιβλίου.
Φτάσανε σε μια μεγάλη πόλη, και μετά στο τεράστιο στάδιο, που ήταν γεμάτο φιλάθλους, γύρω στις 25.000, όπου οι αντάρτες – ποδοσφαιριστές ανησύχησαν βλέποντας τους αντιπάλους ήδη να προπονούνται με μεγάλη επιδεξιότητα –επρόκειτο για μια πολωνική ομάδα της Α’ εθνικής κατηγορίας. Εν πάση περιπτώσει μπήκαν στο γήπεδο να παίξουν.
Και συνεχίζει ο συγγραφέας: «Ο αρχηγός της πολωνικής ομάδας μας προσέφερε τη σημαία του συλλόγου και ένα πανέρι με πανέμορφα λουλούδια. Ο διαιτητής, αφού μας μίλησε –μάλλον για να τηρήσουμε τους ποδοσφαιρικούς κανόνες αλλά εμείς δεν καταλάβαμε λέξη -, σφυρίζει για την έναρξη του παιχνιδιού. Μέσα σε λίγα λεπτά η επίθεσή μας κατορθώνει και σημειώνει το πρώτο γκολ. Αυτό ήταν… Μας περιλαβαίνουν και μόνο στο πρώτο ημίχρονο μας βάζουν 4-5 γκολ. Εμείς στη αρχή τρέχαμε. Μετά από μισή ώρα παιχνιδιού κοπήκαμε τελείως. Δεν είχαμε αντοχή… τα πόδια μας δεν μας άκουγαν… Επιτέλους τελείωσε το πρώτο ημίχρονο και η ομάδα μας κατέβηκε στα αποδυτήρια. Τότε μας μάζεψε γρήγορα ο Βλαντάς, ανεβήκαμε στα αυτοκίνητα και φύγαμε αμέσως σαν τους κλέφτες! Ξεχάσαμε και το πελώριο καλάθι με τα ωραία λουλούδια. Οι πολωνοί φίλαθλοι περίμεναν αρκετή ώρα για να συνεχίσουμε το δεύτερο ημίχρονο. Η πόλη αυτή, όπως μάθαμε αργότερα, ήταν το Λούμπαν».
Και το κλου της ιστορίας –γράφει ο Συμεωνίδης: «Και πώς να μην φάμε τόσα γκολ, όταν η ομάδα μας αποτελούνταν από παίκτες που, μετά από 5-6 προπονήσεις μόνο, έδιναν αγώνα με ομάδα της Α’ Κατηγορίας; Μάλιστα ο δικός μας τερματοφύλακας ήταν ανάπηρος και το αριστερό του χέρι ήταν κομμένο…».
Παίξανε με μονόχειρα τερματοφύλακα τον οποίοι οι ίδιοι διάλεξαν –όχι ο Ζαχαριάδης ή ο Βλαντάς, οι οποίοι όμως δεν είδαν ποιον είχαν επιλέξει οι προπονητές τους; Ισως, βέβαια, το όλον να συνέβη με την λογική επιλογής Καρανίκα. Ποιος ξέρει. Και βέβαια ίσως να είχαν και την πεποίθηση ότι θα νικούσαν, εφόσον όλοι μπορούμε να τα κάνουμε όλα, άριστοι δεν υπάρχουν και, έπειτα, για όλα φταίει η εμπορευματοποίηση. (Μετά πώς να μην γίνεις κοψοχέρης, δηλαδή μονόχειρ;).