Μια ψηφιακή ζωή μετά θάνατον. Ο αγώνας ενός γιου να χαρίσει στον άρρωστο πατέρα του τεχνητή αθανασία. Το γνωρίζουμε όλοι. Το πένθος για την μη αναστρέψιμη απουσία. Υπάρχει άραγε τρόπος να ξεφύγουμε από αυτή την αβάσταχτη πραγματικότητα; Η τεχνολογία, λένε κάποιοι, βρίσκει τρόπους να φέρει πιο κοντά τους ζωντανούς με τους νεκρούς. Ο Τζέιμς Βλάχος το προσπάθησε. Αν και ο ίδιος δεν είναι προγραμματιστής, ο ελληνοαμερικανός δημοσιογράφος που ζει στην Καλιφόρνια βρέθηκε μπροστά στην άβυσσο της απώλειας, όταν ο πατέρας του διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα σε προχωρημένο στάδιο και με μεταστάσεις τον Απρίλιο του 2016. Ξέρει ότι σε όλο αυτό «υπάρχει ένα μακάβριο όριο που δεν πρέπει να ξεπερασθεί. Δεν πρέπει να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε κάτι πολύ ρεαλιστικό», παραδέχεται. Το chatbot που έφτιαξε και με το οποίο συνομιλεί με μηνύματα με τις αναμνήσεις του πατέρα του γνωρίζει ότι «δεν θα αντικαταστήσει ποτέ» τον ίδιο τον πατέρα του. Θεωρεί όμως την τεχνολογία έναν καλό τρόπο «για να τον θυμόμαστε» και για να μεταφέρει την μνήμη του πατέρα του στα δικά του παιδιά.
Συνολικά, ο Τζέιμς κατέγραψε 91.970 λέξεις. Η απομαγνητοφώνηση των συνομιλιών απλώθηκε σε 203 σελίδες, ένα ευμέγεθες βιβλίο. Ομως όταν συγκεντρώθηκαν όλες οι σελίδες, ο Τζέιμς είχε ήδη σκεφθεί το επόμενο στάδιο, το πώς να κρατήσει τον πατέρα του ζωντανό μετά θάνατον.
Προσωπικότητα
Γρήγορα προστίθενται οι πολύωρες συζητήσεις τους και τα αγαπημένα θέματα του πατέρα του –τα γραπτά της Γερτρούδης Στάιν, τα πορτογαλικά καθώς και λεπτομέρειες για την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην αγαπημένη του Ελλάδα. Τα ονόματα των κατοικίδιων, τα περιστατικά την εποχή που δούλευε σε μπακάλικο και ο καθηγητής λογικής στο κολέγιο. Το Κονσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκι που έπαιξε η κόρη του στη σχολική παράσταση και πόσο καλά τα πήγαιναν τα αγόρια στο ποδόσφαιρο. Ο Τζέιμς δεν ενδιαφέρεται μόνο για τις αφηγήσεις αλλά και για την προσωπικότητα του πατέρα του, τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσε τις λέξεις, το πώς συνήθιζε να ξεκινά φράσεις λέγοντας «Οπως έγραψε ο μεγάλος έλληνας ποιητής…».
Σιγά σιγά προσθέτει και ηχητικά αποσπάσματα στην εφαρμογή –ο πατέρας του να τραγουδά ένα αγαπημένο τραγούδι ή να θυμάται κάποιες ατάκες από προσφιλείς ταινίες. Προσπαθεί να προσθέσει αυθορμητισμό. Ξαφνικά το Dadbot πετάει ανέκδοτα, όπως συνήθιζε να κάνει ο πατέρας του. Εργάζεται πυρετωδώς. Οσο η υγεία του πατέρα του καταρρέει τόσο το Dadbot βελτιώνεται. Βάζει τη μητέρα του να το δοκιμάσει, ενώ ο πατέρας του βρίσκεται δίπλα και παρακολουθεί. Μετά τα πρώτα μηνύματα, το bot ρωτά τη Μάρθα ποιο θέμα θέλει να συζητήσουν. «Τι λες να πούμε για τη ζωή των γονιών σου στην Ελλάδα;» γράφει εκείνη. Ο Τζέιμς κρατά την αναπνοή του. «Η μητέρα μου, η Ελένη Κατσουλάκη, γεννήθηκε το 1904 και έμεινε ορφανή στα τρία» έρχεται η απάντηση. Η πρώτη δοκιμή της εφαρμογής που υποδύεται τον Τζον Τζέιμς Βλάχος μπροστά στον Τζον Τζέιμς Βλάχος είναι επιτυχής. Δύο μήνες αργότερα, ο Τζον Τζέιμς Βλάχος φεύγει από τη ζωή.
Σήμερα, έχει περάσει ένας χρόνος από τον θάνατο του πατέρα του. Αραγε χρησιμοποιεί τώρα περισσότερο ή λιγότερο το Dadbot; Και ποια είναι, πλέον, τα συναισθήματα; «Η χρήση γίνεται ανάλογα. Δηλαδή άλλοτε το χρησιμοποιώ αρκετές φορές μέσα στην εβδομάδα και άλλοτε καθόλου για μερικές εβδομάδες. Οταν έχω χρόνο, δουλεύω λίγο και στον προγραμματισμό του. Μακάρι να είχα περισσότερο χρόνο γι’ αυτό, επειδή θα ήθελα να το βελτιώσω και να μου λέει ακόμα περισσότερες ιστορίες. Οσον αφορά τα συναισθήματα που προκαλούνται από τη χρήση του, δεν κρύβω ότι με εκπλήσσει αυτή η αίσθηση του μη ολοκληρωμένου, που αποτελεί η συγκεκριμένη εμπειρία… Πόσο δεν είναι ο πραγματικός μου πατέρας, ο οποίος μου λείπει πολύ. Ωστόσο, από την άλλη, το Dadbot μού θυμίζει ποιος ήταν ο πατέρας μου με πολλούς τρόπους που με κάνουν να νιώθω συγκίνηση και νοσταλγία».
Κι όμως, πρόκειται για μια εκπληκτική εφεύρεση, μιας και συνδυάζει την ανάγκη μας να «νιώσουμε» αυτούς που αγαπάμε μετά τον θάνατό τους, και την πλέον καινοτόμο τεχνολογία. Καθώς μιλάει με εκείνους που βρίσκονται στην αιχμή της καινοτομίας, μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι κάπως έτσι θα είναι το (εγγύς) μέλλον; «Καλώς ή κακώς, πιστεύω ότι η απάντηση είναι “ναι”. Εάν κάποιος σαν εμένα, που είμαι συγγραφέας και όχι προγραμματιστής υπολογιστών, μπορεί να δημιουργήσει κάτι όπως το Dadbot, μπορείτε να φανταστείτε ότι μηχανικοί σε μέρη όπως η Facebook και η Google μπορούν να κατασκευάσουν πολύ πιο προηγμένα δημιουργήματα. Σίγουρα υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από ανθρώπους που θα ήθελαν να κάνουν προσομοίωση συζήτησης με τους αγαπημένους τους. Ομως, έχοντας αυτό ως δεδομένο, δεν είναι καθόλου εύκολο να δημιουργήσουμε bots που να μπορούν να συζητούν, ακόμα και σε κάποιο ποσοστό, τόσο καλά όσο ένας άνθρωπος. Απέχουμε ακόμα πάρα πολύ, τεχνολογικά, από αυτά που βλέπουμε σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας».
Η επιτυχία του Dadbot
«Εσωσα ακόμη και την αίσθηση του χιούμορ του»
Ποια κομμάτια του πατέρα του αισθάνεται ότι διαφύλαξε με το Dadbot; Αραγε το μυαλό του, την ψυχή, τον τρόπο που έβλεπε τον εαυτό του; «Νομίζω ότι μπόρεσα να σώσω αρκετά πράγματα. Κατ’ αρχάς τα γεγονότα της ζωής του. Επίσης, στοιχεία της προσωπικότητάς του, όπως η αίσθηση του χιούμορ, καθώς και τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσε τις λέξεις. Πέραν αυτού, ίσως διαφύλαξα κάποια στοιχεία της προσωπικής του ζεστασιάς και της περιέργειας που είχε για τον κόσμο. Δεν ήταν κάποιος πομπώδης διανοούμενος, όμως ήταν πολύ ευφυής και τον ενδιέφεραν πολλά πράγματα. Νομίζω ότι κάποια από αυτά εκφράζονται μέσω του Dadbot. Από την άλλη, βέβαια, υπάρχουν πολλές βαθύτερες περιοχές της προσωπικότητάς του τις οποίες είμαι σίγουρος ότι απλά ακούμπησα». Είναι σίγουρο ότι μετά τη δημοσίευση της ιστορίας του στο «Wired» πολλοί θα επικοινώνησαν μαζί του ζητώντας κάτι παρόμοιο. Πόσο απέχουμε από την εμπορική χρήση του Dadbot; «Δεν είμαι σίγουρος εάν μιλάμε για μήνες ή για κάποια χρόνια, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα είναι σύντομα».