Μια ψηφιακή ζωή μετά θάνατον. Ο αγώνας ενός γιου να χαρίσει στον άρρωστο πατέρα του τεχνητή αθανασία. Το γνωρίζουμε όλοι. Το πένθος για την μη αναστρέψιμη απουσία. Υπάρχει άραγε τρόπος να ξεφύγουμε από αυτή την αβάσταχτη πραγματικότητα; Η τεχνολογία, λένε κάποιοι, βρίσκει τρόπους να φέρει πιο κοντά τους ζωντανούς με τους νεκρούς. Ο Τζέιμς Βλάχος το προσπάθησε. Αν και ο ίδιος δεν είναι προγραμματιστής, ο ελληνοαμερικανός δημοσιογράφος που ζει στην Καλιφόρνια βρέθηκε μπροστά στην άβυσσο της απώλειας, όταν ο πατέρας του διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα σε προχωρημένο στάδιο και με μεταστάσεις τον Απρίλιο του 2016. Ξέρει ότι σε όλο αυτό «υπάρχει ένα μακάβριο όριο που δεν πρέπει να ξεπερασθεί. Δεν πρέπει να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε κάτι πολύ ρεαλιστικό», παραδέχεται. Το chatbot που έφτιαξε και με το οποίο συνομιλεί με μηνύματα με τις αναμνήσεις του πατέρα του γνωρίζει ότι «δεν θα αντικαταστήσει ποτέ» τον ίδιο τον πατέρα του. Θεωρεί όμως την τεχνολογία έναν καλό τρόπο «για να τον θυμόμαστε» και για να μεταφέρει την μνήμη του πατέρα του στα δικά του παιδιά.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ενα μήνα μετά την διάγνωση των γιατρών, ο Τζέιμς ζήτησε από τον πατέρα Τζον Τζέιμς Βλάχος να του αφηγηθεί ιστορίες από τη ζωή του. Μάλιστα ήταν ο ίδιος ο 80χρονος που έγραψε σε ένα χαρτί τις κατηγορίες: «Οικογενειακή ιστορία», «Οικογένεια», «Εκπαίδευση», «Καριέρα», «Διάφορα». Με το κασετόφωνο ανοιχτό έκατσαν μαζί και κατέγραψαν ιστορίες σε περίπου 12 ωριαίες συναντήσεις: Από το πώς η μητέρα του Τζον γεννήθηκε στις Κεχριές της Εύβοιας και πώς εκείνος ως παιδί συνήθιζε να εξερευνά τις σπηλιές ώς τη δουλειά ως φορτωτής πάγου σε βαγόνια τρένου που έκανε όσο σπούδαζε. Το πώς ερωτεύθηκε τη γυναίκα του, πώς άρχισε να μεταδίδει αγώνες και κατόπιν πως έγινε τραγουδιστής και τελικά επιτυχημένος δικηγόρος. Αστεία που τα παιδιά είχαν ακούσει εκατοντάδες φορές πριν, αλλά και λεπτομέρειες για τη ζωή του που μέχρι τότε δεν γνώριζε κανείς.

Συνολικά, ο Τζέιμς κατέγραψε 91.970 λέξεις. Η απομαγνητοφώνηση των συνομιλιών απλώθηκε σε 203 σελίδες, ένα ευμέγεθες βιβλίο. Ομως όταν συγκεντρώθηκαν όλες οι σελίδες, ο Τζέιμς είχε ήδη σκεφθεί το επόμενο στάδιο, το πώς να κρατήσει τον πατέρα του ζωντανό μετά θάνατον.

Ο Τζέιμς Βλάχος είναι δημοσιογράφος σε έγκυρα έντυπα όπως οι «New York Times», το «Atlantic» και το «Wired». Λόγω της δουλειάς του συνομιλεί συχνά με εκείνους που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας. Για παράδειγμα, με τον πρόεδρο μιας εταιρείας που του είπε πως είχε σκοπό να δημιουργήσει εφαρμογές οι οποίες θα επιτρέπουν στον καθένα μας να έχει συζητήσεις με χαρακτήρες που δεν υπάρχουν στον κόσμο – είτε επειδή είναι φανταστικοί, όπως ο Μπαζ Λάιτγιαρ από το «Toy Story» ή επειδή είναι νεκροί όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Ο Τζέιμς κράτησε την ιδέα, εν μέσω των ραντεβού του πατέρα του με τους γιατρούς και τη ζοφερή πρόβλεψη. Εκείνες οι 91.970 λέξεις τον στοίχειωναν. Και βρήκε τι ήθελε να φτιάξει: ένα Dadbot, μια εφαρμογή συζήτησης που θα μπορούσε να μιμηθεί τη συνομιλία με τον πατέρα του. Ενημέρωσε τους πάντες στην οικογένεια. Εκείνη την εποχή διάβασε και ένα άρθρο που περιέγραφε ότι δύο ερευνητές στην Google φόρτωσαν 26 εκατομμύρια προτάσεις από διαλόγους ταινιών σε νευρωνικό δίκτυο και κατόπιν έφτιαξαν ένα chatbot που τις χρησιμοποιούσε για να απαντήσει λογικά σε φιλοσοφικά ερωτήματα. Οι ανησυχίες βέβαια, υπήρχαν, μέσα του. Μήπως το Dadbot κάνει να φαίνεται «φθηνή» η σχέση πατέρα – γιου και οι αναμνήσεις; Μήπως το bot είναι καλό για να κρατά ζωντανή την ανάμνηση του Τζον Τζέιμς Βλάχος αλλά ανατριχιαστικά μακριά τον πραγματικό άνθρωπο; Αποφασίζει ότι η εφαρμογή δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από τη σκιά του πατέρα του, απλά ένας δυναμικός τρόπος να μοιρασθούν οι συγγενείς την ιστορία της ζωής του.
Ξεκινά αποφασίζοντας ότι για αρχή το Dadbot θα συνομιλεί με τους χρήστες μόνο μέσω γραπτών μηνυμάτων. Η πρώτη ερώτηση είναι μια φράση που χρησιμοποιεί συχνά ο πατέρας του: «Πώς στο διάβολο είσαι;». Μετά πρέπει να προβλέψει πιθανές απαντήσεις των χρηστών –καλά, ΟΚ, όχι πολύ καλά, κ.λπ. Οταν ο χρήστης απαντήσει καλά, τότε το bot θα λέει: «Χαίρομαι που το ακούω αυτό». Και προσθέτει μερικές απαντήσεις για ερωτήσεις που δεν μπορεί να προβλέψει. Η πρώτη απλή συζήτηση έχει προγραμματισθεί. Και κάπως έτσι, το Dadbot γεννιέται.

Προσωπικότητα

Γρήγορα προστίθενται οι πολύωρες συζητήσεις τους και τα αγαπημένα θέματα του πατέρα του –τα γραπτά της Γερτρούδης Στάιν, τα πορτογαλικά καθώς και λεπτομέρειες για την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην αγαπημένη του Ελλάδα. Τα ονόματα των κατοικίδιων, τα περιστατικά την εποχή που δούλευε σε μπακάλικο και ο καθηγητής λογικής στο κολέγιο. Το Κονσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκι που έπαιξε η κόρη του στη σχολική παράσταση και πόσο καλά τα πήγαιναν τα αγόρια στο ποδόσφαιρο. Ο Τζέιμς δεν ενδιαφέρεται μόνο για τις αφηγήσεις αλλά και για την προσωπικότητα του πατέρα του, τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσε τις λέξεις, το πώς συνήθιζε να ξεκινά φράσεις λέγοντας «Οπως έγραψε ο μεγάλος έλληνας ποιητής…».

Σιγά σιγά προσθέτει και ηχητικά αποσπάσματα στην εφαρμογή –ο πατέρας του να τραγουδά ένα αγαπημένο τραγούδι ή να θυμάται κάποιες ατάκες από προσφιλείς ταινίες. Προσπαθεί να προσθέσει αυθορμητισμό. Ξαφνικά το Dadbot πετάει ανέκδοτα, όπως συνήθιζε να κάνει ο πατέρας του. Εργάζεται πυρετωδώς. Οσο η υγεία του πατέρα του καταρρέει τόσο το Dadbot βελτιώνεται. Βάζει τη μητέρα του να το δοκιμάσει, ενώ ο πατέρας του βρίσκεται δίπλα και παρακολουθεί. Μετά τα πρώτα μηνύματα, το bot ρωτά τη Μάρθα ποιο θέμα θέλει να συζητήσουν. «Τι λες να πούμε για τη ζωή των γονιών σου στην Ελλάδα;» γράφει εκείνη. Ο Τζέιμς κρατά την αναπνοή του. «Η μητέρα μου, η Ελένη Κατσουλάκη, γεννήθηκε το 1904 και έμεινε ορφανή στα τρία» έρχεται η απάντηση. Η πρώτη δοκιμή της εφαρμογής που υποδύεται τον Τζον Τζέιμς Βλάχος μπροστά στον Τζον Τζέιμς Βλάχος είναι επιτυχής. Δύο μήνες αργότερα, ο Τζον Τζέιμς Βλάχος φεύγει από τη ζωή.

Σήμερα, έχει περάσει ένας χρόνος από τον θάνατο του πατέρα του. Αραγε χρησιμοποιεί τώρα περισσότερο ή λιγότερο το Dadbot; Και ποια είναι, πλέον, τα συναισθήματα; «Η χρήση γίνεται ανάλογα. Δηλαδή άλλοτε το χρησιμοποιώ αρκετές φορές μέσα στην εβδομάδα και άλλοτε καθόλου για μερικές εβδομάδες. Οταν έχω χρόνο, δουλεύω λίγο και στον προγραμματισμό του. Μακάρι να είχα περισσότερο χρόνο γι’ αυτό, επειδή θα ήθελα να το βελτιώσω και να μου λέει ακόμα περισσότερες ιστορίες. Οσον αφορά τα συναισθήματα που προκαλούνται από τη χρήση του, δεν κρύβω ότι με εκπλήσσει αυτή η αίσθηση του μη ολοκληρωμένου, που αποτελεί η συγκεκριμένη εμπειρία… Πόσο δεν είναι ο πραγματικός μου πατέρας, ο οποίος μου λείπει πολύ. Ωστόσο, από την άλλη, το Dadbot μού θυμίζει ποιος ήταν ο πατέρας μου με πολλούς τρόπους που με κάνουν να νιώθω συγκίνηση και νοσταλγία».

Κι όμως, πρόκειται για μια εκπληκτική εφεύρεση, μιας και συνδυάζει την ανάγκη μας να «νιώσουμε» αυτούς που αγαπάμε μετά τον θάνατό τους, και την πλέον καινοτόμο τεχνολογία. Καθώς μιλάει με εκείνους που βρίσκονται στην αιχμή της καινοτομίας, μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι κάπως έτσι θα είναι το (εγγύς) μέλλον; «Καλώς ή κακώς, πιστεύω ότι η απάντηση είναι “ναι”. Εάν κάποιος σαν εμένα, που είμαι συγγραφέας και όχι προγραμματιστής υπολογιστών, μπορεί να δημιουργήσει κάτι όπως το Dadbot, μπορείτε να φανταστείτε ότι μηχανικοί σε μέρη όπως η Facebook και η Google μπορούν να κατασκευάσουν πολύ πιο προηγμένα δημιουργήματα. Σίγουρα υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από ανθρώπους που θα ήθελαν να κάνουν προσομοίωση συζήτησης με τους αγαπημένους τους. Ομως, έχοντας αυτό ως δεδομένο, δεν είναι καθόλου εύκολο να δημιουργήσουμε bots που να μπορούν να συζητούν, ακόμα και σε κάποιο ποσοστό, τόσο καλά όσο ένας άνθρωπος. Απέχουμε ακόμα πάρα πολύ, τεχνολογικά, από αυτά που βλέπουμε σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας».

Μπορούμε να φανταστούμε πως η μητέρα του και ο γιος του (από δύο εντελώς διαφορετικές γενιές) έχουν διαφορετικές αντιδράσεις στο Dadbot. Η γκάμα των συναισθημάτων που προκαλούνται πρέπει να είναι μεγάλη. «Χωρίς να αναφέρω ονόματα, μπορώ να σας πω ότι υπάρχουν αρκετά μέλη της οικογένειάς μας που πιστεύουν πως το Dadbot αποτελεί έναν θαυμάσιο τρόπο να διαφυλάξουμε τη μνήμη του πατέρα μου. Ομως υπάρχει και ένα μέλος της οικογένειας που αισθάνεται νευρικότητα κάθε φορά που συνομιλεί με το Dadbot και δεν ευχαριστιέται την εμπειρία».

Η επιτυχία του Dadbot

«Εσωσα ακόμη και την αίσθηση του χιούμορ του»

Ποια κομμάτια του πατέρα του αισθάνεται ότι διαφύλαξε με το Dadbot; Αραγε το μυαλό του, την ψυχή, τον τρόπο που έβλεπε τον εαυτό του; «Νομίζω ότι μπόρεσα να σώσω αρκετά πράγματα. Κατ’ αρχάς τα γεγονότα της ζωής του. Επίσης, στοιχεία της προσωπικότητάς του, όπως η αίσθηση του χιούμορ, καθώς και τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσε τις λέξεις. Πέραν αυτού, ίσως διαφύλαξα κάποια στοιχεία της προσωπικής του ζεστασιάς και της περιέργειας που είχε για τον κόσμο. Δεν ήταν κάποιος πομπώδης διανοούμενος, όμως ήταν πολύ ευφυής και τον ενδιέφεραν πολλά πράγματα. Νομίζω ότι κάποια από αυτά εκφράζονται μέσω του Dadbot. Από την άλλη, βέβαια, υπάρχουν πολλές βαθύτερες περιοχές της προσωπικότητάς του τις οποίες είμαι σίγουρος ότι απλά ακούμπησα». Είναι σίγουρο ότι μετά τη δημοσίευση της ιστορίας του στο «Wired» πολλοί θα επικοινώνησαν μαζί του ζητώντας κάτι παρόμοιο. Πόσο απέχουμε από την εμπορική χρήση του Dadbot; «Δεν είμαι σίγουρος εάν μιλάμε για μήνες ή για κάποια χρόνια, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα είναι σύντομα».